Το στερέωμα τούτη τη νύχτα,
κατεβαίνει αργά και μπολιάζει
με μυστήριο την μικρή πολιτεία της σιωπής.
Ένα μασκαρεμένο πουλί – σε ποιητή
με μαύρο γυαλιστερό χρώμα,
ανεβασμένο σ´ένα γυμνό δέντρο,
απήγγειλε με ανθρώπινη φωνή
τα τελευταία ποιήματά σου.
Μέσα στη νεκρική ησυχία,
ανάμεσα σε τυφλούς γίγαντες
να ξεπροβάλλουν από εκεί ψηλά στο κάστρο
και να φτερουγίζουν ολόγυρά σου, ακούς
ουρανόπεμπτα μηνύματα
που χαϊδεύουν την ακοή σου,
κάνωντάς σε να αρμενίζεις
στα άδεια μάτια τους,
σαν τον τροχό που ακονίζει τις λάμες…
Θυμάσαι…
Υπήρξαν κι άλλες στιγμές που διαβήκανε
μονάχες σ´ένα ύπνο που είχαν
συντροφιά φωσφορίζοντα ωρολόγια
και βουνά που κρατούσαν
τις καταιγίδες στα σκέλια τους.
Υπήρξαν στιγμές που τις μέρες,
χιλιάδες πουλιά τραγουδούσαν… μα
πώς να βγει αρμονικός σκοπός με τόση βουή ;
Κι εσύ, ακόμα αναρωτιέσαι για
τη λαύρα του χειμώνα
και την παγωνιά του καλοκαιριού.
Για όλα εκείνα τα πιστεύω και τα θέλω
το πώς χαθήκανε ανάμεσα
στους προσωρινούς συμβιβασμούς…
Τώρα,
μονολογείς:
«….εγώ δεν τα κατάφερα ποτέ
με τους λογαριασμούς…»
Τώρα,
κάτω απ´τα κύματα της οδύνης,
τραβάς έξω τις πνιγμένες μέρες σου.
Κυπαρισσία 20 Μάρτη ´23