Ο κατακρυμμένος, ανεκπλήρωτος έρωτας
της προ προγιαγιάς μου. Το νιώθω
ως έναν επιπλέον χτύπο καρδιάς
σα μια σκιά που σέρνει πίσω του ο χτύπος.
Μου ‘ρχεται να λιγοθυμήσω τότε. Πηγαίνω
στο παράθυρο να τ’ ανοίξω για λίγο αέρα
και μένω εκεί να περιμένω δίχως να ξέρω τι
να νιώθω πως θα πεθάνω αν δεν έρθει.
Προχθές αφού έπλυνα το φλυτζάνι
για τον πρωινό καφέ κι έκλεισα τα φώτα
κάθισα σε μια καρέκλα στη μέση του χωλ
τα νύχια της νύχτας ήταν τρυφερά
το στόμα της δεν στράβωνε απ’ το κενό
μου φάνηκε πως άκουσα ή πως παράκουσα
βήματα στο πλάι μου και μια φωνή πως είπε:
“σαν πέθανε η προ προγιαγιά σου
δεν μπόρεσε να βγει απ’ το αίμα της εκείνο,
όμως κι εκείνο δεν θέλησε ποτέ
να βρει όχθη για να σωθεί. Μαζί ψύχθηκαν,
απολιθώθηκαν, διαιωνίστηκαν, πέθαναν,
όπως το δει κανείς”
ένα χέρι φτερούγισε μες στα μαλλιά μου
και το φως ενός κεριού τρεμόσβησε
εκεί στην καρέκλα ήμουν ακόμα
ολόγυρα έν’ αθέλητο ξημέρωμα.
*Από τη συλλογή “Σαλός μαγνήτης“, εκδ. Φαρφουλάς 2022.
**Στον πίνακα της φωτογραφιας: Rene Magritte, The Double Secret.