Χάραζε κ’ έπιασα κουβέντα με τους αγραυλούντες
Τους έλεγα, βρήκα το σπίτι που κατέρεε
Κ’ εκεί δυό μάνες σαν οχιές στα χέρια
Οι άντρες άφαντοι σ΄ανήλιες αγορές
Και στα ψηλώματα η Εποχή πιστάγκωνη
Με σιδερένια μάτια
Μπαίνοντας είδα τον ληστή που κατηφόριζε
Στο ένα του χέρι το κεφαλι στάζοντας
Ε’ξω αστυνόμοι ανακριτές κι άλλοι περίεργοι
-Πού νά ’ναι ένας εκσκαφέας φώναζε ο εργολάβος
Τό ‘νιωθα, δίχως εκσκαφέα και κατέρεε
Με δυό πετρόσκαλες κ’ η ξύλινη η πιο άχρηστη
Που έτριζε σαν ονειροθραύστης
Να μπω στην πρώτη μου φωλιά και να χαθώ
-Τι θέλει εκεί και για πού τράβηξε ο τρελός;
Δεν είχα ακόμα τρελαθεί και κατηφόριζα
Στην κατωγής σ’ ανώγια και κατώγια
Ζωντάνεψε ο ντουφεξής
Ε’φτιαχνε γκράδες για χαρές κι αντροκαλέσματα
Κ’ένα ρεβόλβερ για μοναχικές καρδιές
Τ’άνοιξε τού ‘βγαλε τις σφαίρες και μου τό ’δωσε
Το πήρα κ’ είναι το όνομά μου εξήντα χρόνια
Α’ναμερίστε οι ζωντανοί είπε ο εργολάβος
Γι’ αυτούς χρειάζεται ένας δυναμίτης… Γύρισα
Κ’ είδα το σπίτι που ονειρόπλεε στα χαλάσματα
*Από τη συλλογή “Ο ζωντανός χρόνος”, εκδ. Τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα 1985.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.