Γιάννης Δάλλας, Δίκην σφραγίδος

Χάραζε κ’ έπιασα κουβέντα με τους αγραυλούντες

Τους έλεγα, βρήκα το σπίτι που κατέρεε
Κ’ εκεί δυό μάνες σαν οχιές στα χέρια
Οι άντρες άφαντοι σ΄ανήλιες αγορές
Και στα ψηλώματα η Εποχή πιστάγκωνη
Με σιδερένια μάτια

Μπαίνοντας είδα τον ληστή που κατηφόριζε
Στο ένα του χέρι το κεφαλι στάζοντας

Ε’ξω αστυνόμοι ανακριτές κι άλλοι περίεργοι
-Πού νά ’ναι ένας εκσκαφέας φώναζε ο εργολάβος
Τό ‘νιωθα, δίχως εκσκαφέα και κατέρεε
Με δυό πετρόσκαλες κ’ η ξύλινη η πιο άχρηστη
Που έτριζε σαν ονειροθραύστης

Να μπω στην πρώτη μου φωλιά και να χαθώ

-Τι θέλει εκεί και για πού τράβηξε ο τρελός;
Δεν είχα ακόμα τρελαθεί και κατηφόριζα

Στην κατωγής σ’ ανώγια και κατώγια
Ζωντάνεψε ο ντουφεξής
Ε’φτιαχνε γκράδες για χαρές κι αντροκαλέσματα
Κ’ένα ρεβόλβερ για μοναχικές καρδιές

Τ’άνοιξε τού ‘βγαλε τις σφαίρες και μου τό ’δωσε
Το πήρα κ’ είναι το όνομά μου εξήντα χρόνια

Α’ναμερίστε οι ζωντανοί είπε ο εργολάβος
Γι’ αυτούς χρειάζεται ένας δυναμίτης… Γύρισα
Κ’ είδα το σπίτι που ονειρόπλεε στα χαλάσματα

*Από τη συλλογή “Ο ζωντανός χρόνος”, εκδ. Τυπογραφείο Κείμενα, Αθήνα 1985.

One response to “Γιάννης Δάλλας, Δίκην σφραγίδος

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s