Μια σιωπή που γύρω μας γλιστράει όπως ο θάνατος,
όπως κυνηγημένη από ένα στεναγμό,
μιαν ανάσα, ένα ψίθυρο.
Λίγα δέντρα γερτά, γυμνά και κρύα
που τις κορφές υψώνουν προς τον χρυσοπράσινο ουρανό.
Ένα μικρό δρομάκι που γνωρίζει
πού βρίσκονταν τα βαθυγάλαζα του αγρού λουλούδια.
Ένα έλατο ξεχωριστό, μοναχικό κι αλύγιστο,
κι απάνωθέ του να χαμηλογέρνει ανάλαφρα
έν’ άστρο που το λάτρευα προτού οι αγροί σκουρύνουν.
*Από το βιβλίο “Νέγροι ποιητές”, σε εισαγωγή και μετάφραση Δημήτρη Σταύρου, εκδ. Πρόσπερος, Αθήνα 1982.
Το κείμενο αυτό ( όπως και άλλα κείμενα αναλόγου, εάν όχι του ιδίου, ύφους ), μας υπενθυμίζει, ότι η Ποίηση, σαν λατρεύτρα, λαγνεύτρα, λαξεύτρα – επεξεργάστρια συνειδητή και ασύνειδη, κυρίως, τής ζωής αόρατη, αφομειώνοντας ό,τι ζήσαμε, την ζωή ειρωνεύεται, υποκαθιστώντας, και εκείνα που δεν ζήσαμε, προσδοκώντας.
Το κείμενο αυτό ( όπως και άλλα κείμενα αναλόγου, εάν όχι του ιδίου, ύφους ), μας υπενθυμίζει, ότι η Ποίηση, σαν λατρεύτρα, λαγνεύτρα, λαξεύτρα – επεξεργάστρια συνειδητή και ασύνειδη, κυρίως, τής ζωής αόρατη, αφομειώνοντας ό,τι ζήσαμε, την ζωή ειρωνεύεται – σαν ανθρώπινη δημιουργία που είναι, περισσότερο νοησιαρχική – υποκαθιστώντας και εκείνα που δεν ζήσαμε, προσδοκώντας.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.
nter your comment here…
Το κείμενο αυτό ( όπως και άλλα κείμενα αναλόγου, εάν όχι του ιδίου, ύφους ), μας υπενθυμίζει, ότι η Ποίηση, σαν λατρεύτρα, λαγνεύτρα, λαξεύτρα – επεξεργάστρια συνειδητή, κυρίως, ασύνειδη, της ζωής αόρατη, αφομειώνοντας ό,τι ζήσαμε, την ζωή ειρωνεύεται – σαν ανθρώπινη δημιουργία που είναι, περισσότερο νοησιαρχική – υποκαθιστώντας και εκείνα που δεν ζήσαμε, προσδοκώντας.