ΣΤΟ ΡΥΘΜΟ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ
Αντισταθείτε
στη φτώχεια που είναι φρόνιμη
νιώθοντας ότι φταίει,
στη φωνή που μας λέει
«δε χρειάζεται να ξέρεις,
μακάριοι οι φτωχοί τω πνεύματι»,
στη φωνή που θέλει να μας πείσει
πως όλα είναι μάταια
ή στη σκέψη εκείνη που μας λέει
«δεν αξίζει να ζεις, ποτέ δε θα ζήσεις»
σ’ ότι μέσα μας μάς προσκαλεί
ν’ αναθέσουμε τη ζωή μας σε άλλους.
Αντισταθείτε
στην πάμφωτη εξουσία,
στο βλέμμα και στο γέλιο της,
στους ηγέτες που ορίζουν την κάθε στιγμή μας,
στη βουβή συνενοχή,
στις πολύωρες συνευρέσεις των κομματικών εκτροφείων
και στη νοσταλγία μιας χώρας
που δεν υπήρξε ποτέ
ή στην απουσία της νοσταλγίας
για ό,τι κάποτε υπήρξε αθώο.
Αντισταθείτε
στο σφοδρό άνεμο που σαρώνει τη μαγεία της φαντασίας,
στους θεούς,
τους προφήτες,
και στους υπερανθρώπους,
σ’ αυτούς που κηρύττουν το σωστό ή το λάθος
πιστεύοντας πως θ’ αλλάξουν τον κόσμο
χωρίς ν’ αλλάξουν οι ίδιοι,
στους λύκους που φόρεσαν προβάτου προβιά,
σ’ ότι εμπεδώνεται
εξαντλείται
και παύει να διαρκεί
και στην ψευδαίσθηση πως δέσαμε σ’ απάνεμο λιμάνι.
Αντισταθείτε
στις συμπληγάδες των πολύνεκρων γεγονότων,
στον ξερό κρότο της σφαίρας πάνω στο μέταλλο,
στην πιστολιά που ταξιδεύει αθωομένη
παρ’ ότι ένοχη,
στην έπαρση,
στη διολίσθηση της σκέψης,
στην παράνοια
και στην κάθε τελειότητα
που διατηρεί πίσω της έναν Εφιάλτη.
Αντισταθείτε
στα τοπία με τις ξεραμένες λεμονιές,
στην ψυχρότητα της φωτογραφίας ταυτότητας
ενάντια στην ταυτότητα του ζωντανού προσώπου,
στο θάνατο της επιθυμίας,
στη ροή που βυθομετρά τα όριά μας
για να γίνει ανεπιθύμητο αγκάλιασμα
και στο μυαλό μας
κάθε φορά που αρνείται ν’ αναγνωρίσει
ότι το κόκκινο νερό είναι κατακόκκινο αίμα.
Αντισταθείτε
στις σάλπιγγες που τις στιλβώνουν οι μέρες,
στις ηλεκτρονικές σχέσεις,
σ’ όσους βαφτίζουν το θάνατο ζωή
και την αλήθεια ψέμα,
στους εικονικούς εαυτούς,
στους εαυτούς που φοβούνται να βγάλουν τα μαύρα γυαλιά τους,
και σε μας ακόμη
όταν λέμε «δεν ξέρω το σωστό και το λάθος»
αναζητώντας σωτήρες.
*
ΠΑΝΤΑ ΕΛΛΟΧΕΥΕΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ
Πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος
ασύνδετα κι ασθματικά τα βήματά σου να κατρακυλούν
κάθε τραγούδι σου να κρέμεται σε κατακόρυφους
να ιδρώνεις
να κρυώνεις
να’ ναι ίδιο το χώμα με τη στέρηση.
Πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος
η πόλις να παραδοθεί
να μαίνεται ο πόλεμος
στα μάτια των παιδιών που γέρασαν προώρως
να εξαντλείσαι πάντοτε σε άσκοπες τρεχάλες
με οδηγό μια χαλασμένη πυξίδα
και ναι
να μη σου μείνει τίποτα
μήτε για γέλια
μήτε και για κλάματα
τα δάχτυλα της φλέβας σου να μην μπορούν να ψάχνουν
μέσα στην καρδιά
κι άπατος και τυφλός
να οξειδώνεσαι στην υγρασία του κενού
σκόνη να σηκωθεί να σε σκεπάσει
τα χρόνια να χαθούν μέσα στα φύλλα.