Στον Κώστα Κουκούλη (1955-2021)
Ι
Κίτρινες μέρες. Φύλλα
στην έρημη άσφαλτο που τα ‘φεραν οι βοριάδες.
Ώρα οχτώ στην οδό Αχαρνών
και τις γύρω πλατείες.
Μπαίνει Φθινόπωρο.
Επίμονα χτυπήματα στην πόρτα.
Ποιος να’ ναι τέτοιαν εποχή;
Οι φίλοι μου λείπουν στα ξένα και
οι αγάπες μου σκόρπισαν νωρίς.
Χρόνια τώρα μονάχος, ακούω
το βράδυ που έρχεται συνέχεια
από το παρελθόν.
Ν’ ανοίξω;
Κι αν δεν είναι κανείς;
(Συχνά στη ζωή μας πολλά έρχονται λάθος
επειδή πολύ τα ζητήσαμε.)
Να μην ανοίξω;
Στα δάχτυλα μου τρέμει το τσιγάρο
και η παλιά φωτογραφία.
Μόλις που ξεχωρίζουμε,
εσύ με τους χάρτες κι εγώ με τα βότσαλα.
Ανάμεσά μας το ηφαίστειο
και οι γλάροι.
Πότε ήταν;
Θυμάμαι μονάχα τα λιμάνια,
το σφύριγμα των πλοίων
κι εκείνα τα φοβερά μαντήλια του αποχωρισμού.
Πάντα η ώρα οχτώ.
ΙΙ
Έφυγες μια Κυριακή βροχερή του Σεπτέμβρη.
Άφησες κάτι κλειδιά σκουριασμένα,
τα ποιήματά σου
και μιαν υπόσχεση• «θα γυρίσω».
Νερά παντού και η Δευτέρα κλειστή.
Πού να πήγαινα;
Έμενα με τις λέξεις σφηνωμένες στον ουρανίσκο.
Ακούγοντας τις σκοτεινές ειδήσεις
ή τη Σονάτα του Σεληνόφωτος.
…………………………………………..
…………………………………………..
…………………………………………..
…………………………………………..
Δε θέλω να θυμάμαι, λέω, κι όμως…
Μέσα σε στάχτες και σκισμένα χειρόγραφα
αναπολώ τις νυχτερινές μας περιπόλους.
Στήνω τους τύμβους των μικρών στιγμών μας.
Μόνος και μόνος.
Τι έφταιξε λοιπόν και σου γράφω
από την άλλη πλευρά της ημέρας;
Πώς γίνεται το ρολόι να δείχνει πάντοτε
την ίδια αμβλεία πραγματικότητα!
Είναι μεσάνυχτα φίλε εδώ.
Και η Σελήνη παίζει το αρχαίο δράμα της στην ταράτσα.
*Από τη συλλογή “Η ώρα του λιμανιού”, 1987.
Reblogged this on agelikifotinou.