Είχαν αποφασίσει τον περιορισμό του στη φυλακή για κάτι μικρό, όπως οι αντιρρήσεις ιδεολογίας. Το επόμενο πρωί γκρέμισαν την πόρτα του σπιτιού. Τον σήκωσαν με τα σώβρακα και τη φανέλα. Έξω, είχε χιόνι μέχρι το γόνα κι εκείνος ανυπόδητος. Με κάποιον περίεργο τρόπο παρά τα βάσανα του, κατάφερε να επιβιώσει στα σιβηρικά στρατόπεδα, που διαχειριζόταν η Γκουλάγκ, τα προϊόντα εργασίας της οποίας εκμεταλλευόταν η Νταλστρόϊ. Μετέφερε βράχους ενός όρους προς τα δυτικά του στρατοπέδου. Όταν τελείωνε, τον ανάγκαζαν να μεταφέρει ξανά τους βράχους ανατολικά στην αρχική θέση του βουνού και το μαρτύριο του Άτλαντα ήταν διασκεδαστική ασχολία για τους αργόσχολους αξιωματούχους του Κόμματος. Έτσι, τον είχαν ονομάσει: Άτλαντα, που κουβάλαγε τους ουρανούς και τα ταβάνια του σοβιετικού συστήματος. Αν ο Άτλαντας έπεφτε, θα κατέρρεε και η ίδια η ΕΣΣΔ. Το γεγονός ότι ο αντιρρησίας συνείδησης τα κατάφερνε, ενώ όλοι οι προκάτοχοί του σωριάζονταν νεκροί ικετεύοντας λίγα ακόμα δευτερόλεπτα ζωής, δεν ήταν σημάδι μεταμέλειας, αλλά σπίθα ελπίδας. Θα τον τσάκιζαν στ’ αλήθεια.
Στην αρχή του πέταξαν κάτω από τη σιδερένια πόρτα του απομονωτηρίου ένα εγχειρίδιο με το θεωρητικό πλαίσιο του συστήματος. Με ένα πρόχειρο ξεφύλλισμα ανακάλυψε μία φωτογραφία του παιδιού του. Τότε μόνο, ο θάνατος άρχισε να ξεπροβάλλει σαν κρανίο στα ζυγωματικά του. Γέρασε μια ώρα αρχύτερα και η καμπούρα του, βουνό, που υψώθηκε νεκρός τιτάνας σε αιώνια θλίψη. Μα, πάλι, αν κοίταζες τα μάτια του είχαν μια μελένια ζέση και ψυχή σαν την καλοσύνη του Ηρακλή και τη δικαιοσύνη του Θησέα. Αυτό εξόργισε τους αξιωματούχους του συστήματος. Σύντομα, ο γέρος άρχισε να παραλαμβάνει φρικτά δέματα. Ανοίγοντας τα κουτιά ανακάλυπτε φωλιές από τυλιγμένα κομμάτια ρούχων. Μέσα στο αίμα ξεπρόβαλλαν μέλη του σώματος. Στην αρχή, τα μαλλιά της θυγατέρας με την κορδέλα των μαθημάτων πιάνου. Λίγες μέρες μετά, ακολούθησαν τα κουτιά με τις τρομερές οσμές. Τα δάκτυλα του σολφέζ, τα αυτιά της μουσικής, τα χείλια του τραγουδιού, τα παΐδια της αναπνοής. Ο γέρος -άψυχος- ένωνε τα κομμάτια του παιδιού του με στοργή πάνω στο λερό πάτωμα με τους αρουραίους και τα ζωύφια του Κόμματος. Προσπαθούσε -σαν να ήταν κάποιο λαϊκό παραμύθι η ζωή του- με γόους και δάκρυα στα μάγουλα να το επαναφέρει στη ζωή.
Κι όταν εν τέλει ασπάστηκε με τη βία την ιδεολογία του αίματος. Είδε για πρώτη φορά το παιδί ντυμένο με αυστηρή καπότα και δερμάτινα άρβυλα. Τίναζε από τους βραχίονες τη σκόνη του παρελθόντος. Στεκόταν μπροστά του τούμπανο και κλαρίνο, υποβάλλοντας αυτοματοποιημένο χαιρετισμό στη μαμά-κράτος.
Το μάτι ψυχρό, που ήταν το μόνο που δεν του είχαν στείλει με κουτί, δεν έβλεπε καν μπροστά του το ερείπιο του τρελού πατέρα…
Σάββατο 8/5/2021