LIMBO
Στο φως του ήλιου τις ακτίδες
μέσ’ απ’ τα σύννεφα, πατέρα
κατόρθωσα να δω ότι περιέβαλε και τη στιγμή.
Χρόνια μετά, όταν κανείς δεν γκρέμιζε τα τείχη
ξεπήδησε η κραυγή’ κανείς δεν ήταν
κι ευτυχώς εσύ στο φράγμα έκτισες ένα αυτί’
με στόμα που τις λέξεις του εσμίλευε
γενέθλια νύχτα.
*
ΝΥΧΤΑ
Ποιος παίζει το παιχνίδι με την άνοιξη;
Πετιέται η φωνή από τη λόχμη το απόβραδο, βαδίζει εξόριστη.
Όμως φωνή και λέξη σταυρώνονται’ απόηχος που
σβήνει στην κοιλιά του κήτους.
Ανοίγουν δρόμο με το ξίφος σταθερά.
Με απόφαση χωρίζουν καλαμιές και στάχυα.
Μιμούνται τη γενναιότητα των ζώων
πλαγιάζουν δίπλα.
*
ΑΜΜΟΣ
Μη μ’ αφήνεις μόνο στην αγαπητή κόλαση.
Τι να πω τώρα βυθισμένος με το όχι να
εκσφενδονίζεται απ΄ το τρύπιο μου στόμα.
Ήσουν εσύ την χαραυγή.
Γι’ αυτό είχα επιμείνει
Γι’ αυτό έγραψα γράμματα
-θηλυκό γουρούνι-
που άφησα στις τσέπες
του πεθαμένου.
Ούτε μια φορά αυτή
ούτε μια φορά
“τον έχω!”
φωνή
*Από τη συλλογή “Καππαδόκες”, εκδ. Κουκκίδα, 2020.
Reblogged this on Manolis.
Μία ακαταμάχητη – ακατανίκητη τραγουδιού συνέχεια η γραφή σας!
Μελωδία χρωματισμών ασυνήθιστων, που, τον αναγνώστη ξελογιάζει,
ώστε δεν ζητά το νόημα τόσο επίμονα. Όμως το νόημα όποιο και να’ ναι, μελιχρό μάς πλησιάζει, με την μορφή του την γητευτική, αφομειώνοντάς μας!!!!
Ακροβατούσε στη θάλασσα
ενώ τα σπιριά του κακού μεγάλωναν,
απ’ της γιατρειάς την αρμάδα αρπάζοντας
το στίγμα του αστείου καλού.
Στάσου έξω από την πόρτα,
η καρδιά μου το σώμα κομμάτιασε,
στο μυαλό μπίγονται οι δείκτες των ηλιθίων ωρών
κι όσο αργά κινούνται οι αναβάτες του κύματος,
τόσο άγρια ερωμένοι και ερωμένες μιλούν.
Προχώρησε γρήγορα στ’ ορθάνοιχτο σπίτι,
εκεί στιβάζονται σκουριά και δεσμά,
και, από φόβο όχι θλίψη δέχεται η τύχη αλήτες στ’ ανοιχτά της πλευρά.
Βερονίκη Δαλακούρα
Μία ακαταμάχητη – ακατανίκητη τραγουδιού συνέχεια η γραφή σας!
Μελωδία χρωματισμών ασυνήθιστων, που, τον αναγνώστη ξελογιάζει,
ώστε δεν ζητά το νόημα τόσο επίμονα. Όμως το νόημα όποιο και να’ ναι, μελιχρό μάς πλησιάζει με την μορφή του την γητευτική, αφομειώνοντάς μας !!!
Ακροβατούσε στη θάλασσα
ενώ τα σπιριά του κακού μεγάλωναν,
απ’ της γιατρειάς την αρμάδα αρπάζοντας
το στίγμα του αστείου καλού.
Στάσου έξω από την πόρτα,
η καρδιά μου το σώμα κομμάτιασε,
στο μυαλό μπίγονται οι δείκτες των ηλιθίων ωρών
κι όσο αργά κινούνται οι αναβάτες του κύματος,
τόσο άγρια ερωμένοι και ερωμένες μιλούν.
Προχώρησε γρήγορα στ’ ορθάνοιχτο σπίτι,
εκεί στιβάζονται σκουριά και δεσμά,
και, από φόβο όχι θλίψη δέχεται η τύχη αλήτες στ’ ανοιχτά της πλευρά.
Βερονίκη Δαλακούρα
Ο στίχος : – και, από φόβο όχι θλίψη δέχεται η τύχη αλήτες στ΄ανοιχτά της πλευρά – είναι από τις μεγαλειώδεις , της Ποιήσεως, στιγμές, προκαλώντας προβληματισμών συζητήσεις – ερμηνειών απόπειρες, στο στοχάζεσθαι καταφεύγοντας.