Έμεινε η δίψα τους γυμνή
στο τελευταιο ξέφωτο
Την κουβαλούσαν όπως φορτίο αλάτι
μες στους ώμους
Όλα τ’ απομυζά η δίψα μας
Μονομερίς τα καταλύει
Στάζει κενό αβάσταχτο
εκεί που ήταν πριν το δάσος
Στο τελευταίο ξέφωτο που στάθηκαν
δεν είχαν άλλη κάλυψη
Σαν τον καθρέφτη
τους δέχτηκε
η άκρη του νερού
Να προχωρήσουν δεν μπορούν
Το πέρασμά τους χάθηκε
Ούτε έχουν τώρα άλλη κάλυψη
Και κάτι εκει στημένο
κάθετο
τους αντικρύζει
Ακίνητοι
Βρέχει και είναι ακίνητοι
και κάποτε
από μια αστραπή κατακλυσμένοι
Καταλαβαίνουν Τώρα
Πως δεν είναι καθένας παρά η δίψα του
Ένα φορτίο αλάτι
σε δύο ώμους
Το αύριο έρχεται χωρίς αντίδοτο
ανίσχυρα ποιήματα προωθούν οι ποιητές
σταυρώνοντας γάμπες με λυωμένα κόκκαλα
Έστω λέει το τραγούδι
θα σε ματώσω
θα σε γεμίσω αναλαμπές
και σπίθες δόξας
θα ζήσεις το δόσιμο
πριν τη στάχτη σου
αζήτητη
μες τη μποτίλια
με τα κλάματα του σκύλου σου
και τα μάτια του Ερμή
στον πάτο του κιβώτιου
θα προλάβεις να πελεκήσεις όρθιο
το σηκώτι σου
σηκώνοντας πάνω του πρωτόγνωρα εργαλεία
δουλεύοντάς το με φίνο μέλι
και ψίχα αμύγδαλου
ως το τέλειο άγαλμα
*Από τη συλλογή “Τοπίο που σε λένε ποίημα”, εκδ. Άγρα.