Τη μάνα μου τη λένε Κατερίνα
μια ωχρή γραφή
που μαζεύει χάπια
στην πλατεία Ομονοίας
μια στροφή περιστροφή
γύρω από τον εαυτό της
λέξεις παράταιρες
που χώνεψαν τις λύπες
σαν εκείνους που τις κρατούν
στις κοιλιές τους
καθώς περιμένουν
το τρένο
στον σταθμό Λαρίσης
ένα κάντο ξοφλημένο
που έδεσε
στις συμπληγάδες
το καράβι του
κι ύστερα παράτονο
χάθηκε σαν τα άτυχα πτίλα
του κορόιδου
Τη μάνα μου τη λένε Κατερίνα
κι απόψε χορεύει στον τάφο της
-δεδικαίωται-
μια κατάληξη απλή
που τσαλακώνει την κριτική σου
ή καλύτερα
την κατουράει
με την καύλα της
κάθε που ανασταίνεται