Ξέρω κάτι παιδιά που παίζουν σε αλάνες
με πυροσβεστικούς κρουνούς.
Λούζονται μ’ εύφλεκτα σαπούνια
χορεύουν γυμνά, αναστενάρηδες
πάνω σε σπασμένα τζάμια
μαζεύονται σε μια γωνιά
κοιτάζονται στα μάτια ώρα πολλή
ώσπου ερωτεύονται μ’ έρωτα οργισμένο
πυρώνουν σταδιακά
πλημμυρίζει η γειτονιά από φως κι εκρήξεις
ανήσυχοι ένοικοι στα μπαλκόνια
-αστραπή θα ‘ταν λένε, κλείσε τα παράθυρα, έρχεται μπόρα.
Κι ύστερα από τα χέρια τους γεννιούνται πουλιά
φλόγες μακριά πετούν
σπέρνουν την κόκκινη σκόνη,
καίνε τα μαύρα νέφη,
καπνός στάζει από ψηλά.
Ξέρω κάτι παιδιά
που εξουδετερώνουν
τους πυροσβεστικούς κρουνούς των δημοσίων χώρων.