Charles Simic, Πέντε ποιήματα

ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ
(EMPIRE OF DREAMS)

Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου των ονείρων μου
Είναι πάντα βράδυ
Σε μια κατεχόμενη χώρα.
Ώρα πριν την απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Μια μικρή επαρχιακή πόλη.
Τα σπίτια κατασκότεινα.
Οι προσόψεις των καταστημάτων κατεστραμμένες.

Είμαι στη γωνιά ενός δρόμου
Όπου δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι.
Μόνος και δίχως πανωφόρι
Έχω βγει έξω για να ψάξω
Ένα μαύρο σκυλί που απαντά στο σφύριγμά μου.
Έχω ένα είδος αποκριάτικης μάσκας
Που φοβάμαι να φορέσω.

*

ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ
(ROMANTIC LANDSCAPE)

Το να στεναχωριέσαι, πάντα να υποφέρεις
Στη σκέψη του χρόνου που περνά.
Ο έξω κόσμος σκιώδης
Όπως ο βαθύτερος εαυτός σου.
Λιβάδια μελαγχολίας, δέντρα τόσο ασάλευτα,
Φαίνονται να φοβούνται τον εαυτό τους.

Ο ουρανός του ηλιοβασιλέματος για μια σύντομη στιγμή
Ακτινοβόλος με κάποια υπέρτατη ενόραση,
Κι ύστερα τελειώνει. Τραγικό θέατρο :
Αίμα και θρήνος για τα οποία
Ακόμη και τα πουλιά έπαψαν να κελαηδούν.

Πνεύμα, εσύ που είσαι παντού και πουθενά,
Φύλαγε το χαμένο πρόβατο
Τώρα που το στόμα του Απείρου
Ανοίγει από πάνω μας,
Κι η μουγκή του γλώσσα αρχίζει να κινείται απειλητικά.

*

ΠΟΛΗ ΜΕ ΤΑΤΟΥΑΖ
(TATTOOED CITY)

Εγώ, που είμαι μόνο ένα αδιανόητο
Λιγοστό σκαρίφημα του εαυτού μου,
Σε κάποιο τοίχο λαϊκής πολυκατοικίας,
Σε κάποια είσοδο υπόγειου σιδηροδρόμου.

Φιγούρα σαν σπιρτόξυλο,
Καρδιά τρυπημένη από ένα βέλος.
Γρατσουνιά μιας κοπέλας στο χώρο στάθμευσης
Σε μια παρκαρισμένη νεκροφόρα.

ΜΟΥΡΛΟΣ ΤΣΑΡΛΙ με κόκκινη μπογιά σπρέι
Στριμωγμένος για ζεστασιά
Μαζί με άλλες άγνωστες θεότητες
Σε μια υπόγεια διάβαση με τη βροχή να πέφτει.

*

ΤΟ ΣΩΜΑ
(THE BODY)

Αυτή η τελευταία ήπειρος
Που μένει ακόμα να ανακαλυφθεί.

Το χέρι μου ονειρεύεται, κατασκευάζει
Το πλοίο του. Για πλήρωμα παίρνει
Ένα πακέτο κόκαλα, για τροφή
Ένα μπουκάλι μπύρας γεμάτο αίμα.

Γνωρίζει την ανάσα που φυσά βόρεια.
Με την ανάσα απ’ τα δυτικά
Θα αρμενίζει ανατολικά κάθε νύχτα.

Το άρωμα του σώματός σου καθώς κοιμάται
Είναι τα πουλιά της στεριάς που διακρίνονται
Από τη θάλασσα.

Η επαφή μου βρίσκεται στο ψηλότερο κατάρτι.
Ζητά στις τέσσερις το πρωί
Ένα φανάρι για να φωτιστεί
Στο χείλος του κόσμου.

*

ΧΙΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΕΡΗΜΙΑ
(A THOUSAND YEARS WITH SOLITUDE)

Προς το βράδυ
Όταν σταματά να χιονίζει
Τα σπίτια μας σηκώνονται
Ψηλά πάνω απ’ τη γη
Μέσα σ’ αυτό το άηχο διάστημα
Όπου μήτε το γάβγισμα του σκύλου
Ούτε η κραυγή του πουλιού φτάνει.

Είμαστε σαν τους αρχαίους ναυτικούς :
Τα σώματά μας είναι ο ωκεανός
Κι η σιωπή είναι η βάρκα
Που ο Θεός έχει προμηθεύσει
Για το μακρύ και άγνωστο ταξίδι μας.

*Μετάφραση: Κώστας Λιννός.

**Πηγή: https://frear.gr/?p=13453

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s