Μέρα πρώτη
Οκλαδόν, με τη πλάτη ν’ακουμπά στον κίτρινο τοίχο
π’ήλιος ίδιος γίνεται – με σιγοκαίει γλυκά –
κι’αντανακλά τη πλάση.
Τα μάτια ανοιγοκλείνουν,
απαλά υπό τη μέθη του φωτός•
απαλά, όπως αγκαλιάζει η πέρδικα τα νεογέννητά της.
Σκέφτομαι…
Είμαστε όλοι μας στιγμιότυπα.
Θολές εικόνες στη επιφάνεια του καφέ στη κούπα μου.
Ο Βασιλιάς Ήλιος συμφωνεί,
ενώ οι ελαφίσιοι ελιγμοί του ανάμεσα στα σύννεφα – τους στρατιώτες του –
αλλάζουν, σε μια αναλαμπή, την αυλαία•
νέοι πρωταγωνιστές ήρθαν στο φως
της σκηνής του θεάτρου του καφέ μου.
Είμαστε όλοι μας στιγμιότυπα…
Νύχτα πρώτη
Πανσέληνος απόψε,
χρυσαφέννιες σκιές χαϊδεύουν το πρόσωπο.
Πλέει η πόλη σε μια λίμνη από νούφαρα
π’ανοίγουν όταν ολόγιωμο στέκει το φεγγάρι.
Ανοίγουν όπως τα βλέφαρα των ματιών
των ανθρώπων της αόρατης πόλης
που περιμένουν ν’ανταμώσουν το στραφτάλισμα του φεγγαριού
– και των υπηκόων του, των αστεριών –
στη πορεία προς το μέτωπο.
Πλέει η πόλη – κι’οι άνθρωποί της – σε μια θάλασσα από βλέμματα•
μια διαρκής υπνοβασία,
με μόνο προσανατολισμό τη ντόπια πυξίδα,
τις χρυσαφένιες πατημασιές π’αφήνει στη ψυχή τους
η πανσέληνος.
Κάποια μέρα
Τα παράθυρα στα παλιά σπίτια της πόλης
ξεπροβάλλουν όπως οι ρίζες απ’τ’αγριόχορτα•
μα, όπως κι’εκείνα, δε τους φτάνει η φωνή τους,
βγαίνει άλλοτε άχνη, άλλοτε βραχνιασμένη, άλλοτε λαχανιασμένη•
και, όπως και μ’εκείνα, ο ξένος διαβάτης τα ξεριζώνει
απ’τ’οπτικό του πεδίο,
χωρίς ν’ακούσει το τραγούδι τους –
είτ’ειν’γλυκό είτε πικρό.
Αέναη επιθυμία για λήθη;
Αιώνιος πόθος για το προσωρινό;
Παντελής απέχθεια για τη γοητεία της λεπτομέρειας;
Τουλάχιστον,
οι πολίτες της αόρατης πόλης
υποκλίνονται μπροστά σ’ ένα βωμό για τα παραθυρόφυλλα
στην κεντρική πλατεία.
Τουλάχιστον,
οι πολίτες της αόρατης πόλης
ακουμπούν απαλά – όπως το χέρι τ’εραστή στο πρόσωπο του πόθου του –
σε κάθε περβάζι,
κάθε φορά που περνούν από μπροστά,
απ’ένα άσπρο γαρύφαλο.
Φόρος τιμής στις φωνές των γλάρων,
ένδειξη σεβασμού στις ακτίνες τ’ήλιου,
στολίδια της νεκρικής πομπής του χτες,
π’η αόρατη πόλη δε λησμονεί ποτέ.
Άφησα απόψε κι’εγώ
έν’άσπρο γαρυφαλλο•
δάκρυσα,
όταν το ξεχαρβαλωμενο παραθυρόφυλλο
μου ψυθίρισε – μ’ένα τριγμό των μεντεσέδων –
«σ’ευχαριστώ, θα με βρίσκεις πάντα εδώ».
Κάποια νύχτα
Κάθε σούρουπο,
οι γυναίκες της αόρατης πόλης
λούζονται με πορτοκάλι θαλπωρή•
Παίρνουν τις κόκκινες κλωστές τ’ηλιοβασιλέματος
και τις πλέκουν στις άκρες των μαλλιών τους –
τα ιστορικά λάβαρα του αοράτου έθνους.
Ύστερα κρεμούν τις σκέψεις τους
απ’τα σύννεφα αγκίστρια,
ψέλνοντας τον ύμνο των πουλιών,
πλέκοντας το διθύραμβο της πτήσης.
Έπειτα τη σκυτάλη παίρνουν
οι υπάλληλοι της αόρατης πόλης
κι’ένα ένα ανάβουνε τ’αστέρια τ’ουρανού.
Εκείνα τοποθετούν τις καμπύλες τους έτσι
ώστε πλοκάμια φωτός να φτάνουν
σε κάθε γωνιά της κεντρικής βιβλιοθήκης,
ζεσταίνοντας τις ραχοκοκαλιές των γέρικων δερματόδετων βιβλίων•
είναι εκεί που
ο αναγνώστης της νύχτας
– εγώ γι’απόψε –
θα βρει τους ποιητές της αόρατης πόλης
να ξεσκονίζουν ευλαβικά
τα ράφια της ιστορίας,
μαζεύοντας σε μπουκαλάκια τη σκόνη των γραμμάτων,
τη πρώτη ύλη του νομίσματος της αόρατης πόλης.
Εκεί θα τους βρει κανείς,
να νανουρίζουν τους γέροντες της βιβλιοθήκης
σιγοτραγουδόντας τους «μορφωνόμαστε για ν’επαναστατούμε»
μέχρι να χαράξει η αυγή.
Κάποια αυγή
Η αόρατη πόλη δεν έχει ρολόγια•
ο χρόνος εδώ μετριέται αλλιώς –
άλλοτε με το σκίρτημα της καρδιάς τ’ερωτευμένου•
άλλοτε με τον ήχο των κυμάτων της θάλασσας•
άλλοτε με τα βήματα απ’τις καμήλες της πόλης.
Μα, πιο συχνά, μετριέται
βάσει διατάγματος του Βασιλιά Ήλιου•
τις προγραμματικές δηλώσεις του
ακούν, κι’ακολουθούν, πειθήνια οι κάτοικοι της αόρατης πόλης
κάθε αυγή –
με τη πάχνη να τους χαιδεύει τα ματόκλαδα.
Σήμερα ήθελα να τους ρωτήσω γιατί,
μα δε πρόλαβα.
Πένθος έπεσε στη πόλη•
το συναισθηματικό εκκρεμές στη κεντρική πλατεία
σταμάτησε να δουλεύει.
Ο Βασιλιάς δεν εμφανίστηκε,
ούτε κι’οι στρατιώτες του.
Πλέει η πόλη
σε μια λίμνη από μαραμένα νούφαρα.
Φτέρωσε η γνώση, φωνάζει κάποιος•
ιεροσυλία, λέει άλλος•
ξέχασαν ακόμα και τ’άσπρα γαρύφαλλα
ν’αφήσουν στα παραθυρόφυλλα.
Ξάφνου, ένας ποιητής –
αναψοκοκκινισμένος
σα την επίγευση απ’το ξηρό κρασί.
«Εξέπνευσε τα λοίσθια έν’αστέρι», λέει,
«κι’οι γέροντες μου είπαν να σας πω:
αυτός ο κόσμος δεν θα ειν’ποτέ ο ίδιος».
Τότε βγήκε ο Βασιλιάς,
φωτίζοντας τις ράχες των γερόντων,
παρασύροντας τα νούφαρα ν’ανοίξουν,
και είπε:
«Ας ζήσει η αόρατη πόλη
ώστε το φως να μη φτερώσει ποτέ».
Έτσι, το εκκρεμές απευθείας ξύπνησε•
οι ποιητές γύρισαν στις πένες τους•
κι’οι γλάροι στον αφρό της θάλασσας.
Τελικά, η θρησκεία της αόρατης πόλης
δεν ειν’άλλη
απ’το φως.
– ξέχασα τί ήθελα να τους ρωτήσω σήμερα.
Τελευταία μέρα
Περπατώντας ανάμεσα στους λοφίσκους από άμμο
της αόρατης πόλης,
περιτριγυρισμένη απ’τους πύργους και τα σπίτια της,
όλα φτιαγμένα από πολύχρωμα βιτρό,
αποφάσισα να πω το τελευταίο αντίο –
στη κάθε άλλη πόλη που έχω επισκεφτεί.
Η αόρατη πόλη,
με τους κατοίκους με καρδιά από πολύχρωμα βιτρό,
με τις χρυσαφένιες πατημασιές του φεγγαριού στη ψυχή τους χαραγμένες,
με τ’άσπρα γαρύφαλλα στα παραθυρόφυλλα,
με τις αχτίδες νόμους του Βασιλιά Ήλιου,
με κέρδισε.
Βγήκε το φεγγάρι, ολόγιωμο•
πλέω σε μια λίμνη από νούφαρα•
έγινα αόρατος πολίτης –
ώ, η μεγαλύτερη δυνατή ευδαιμονία.
*Από εδώ: https://losinnuendos.com/2023/01/09/journal-of-an-invisible-city-by-noura/#like-5594
**Στη φωτογραφία έργο του Γιάννη Ηλιάδη, 1978. (Ιδιωτική Συλλογή)