Θεόδωρος Ντόρρος, Το πιο μεγάλο χάζι

Κι οι πιο ξενητεμένες σου στιγμές
ξανάρχονταν στ’ αυτιά σου με τον άνεμο.
απ’ ολούθε.
Και γρήγορα χανόντανε
κάτω απ’ το κάθε φως που ρίχναν τα φανάρια ξαφνικά.

Κανένας πόθος δε θα ΄μενε δικός σου
μέσα στη γλύκα τη νεόφερτη του ανέμου.
Μέσα της, ολόγδυτο της θάλασσας το δροσερό γαλήνεμα
και της στεριάς οι μουσκεμένες μυρουδιές,
από τριαντάφυλλα νεκρού,
από σανίδια που φρεσκόκοψαν…
Και χειμωνιάτικων φαγιών λιγούρες.

Της γκαζολίνης ο καπνός δε σ’ έπνιγε.

Μελαχροινής μασχάλη.

Άκουγα.

Ο άνεμος μου είχε κάπου φυλαγμένο ένα κύμα
παιδιάτικης ζωής, μεγαλωμένης.
Θα ‘νιωθα το σώμα μου να σβήνει.
Τίποτα πια δε θα ζητούσα.
Χωρίς κανένα περασμένο.
Ούτε κι αγάπης μυστικό.

Η πρώτη στάλα της βροχής μου χτύπησε το μάγουλο
με καλοσύνης ανατρίχιασμα,
ίδιο όπως βγάζει η ζέστη του κορμιού σου
πλαγιάζοντας στα κρύα ολοκάθαρα σεντόνια.
Και σου χαρίζει όλα.
Σ’ όλα τα ρεστωράν θα φας,
και θ’ ακουμπήσεις σ’ όλα τα κορίτσια που σ’ αρέσουνε.
Παντού θα μπεις.
Σ’ όλα τα τρένα μέσα και σ’ όλα τα βαπόρια.

Μπροστά στον ήλιο δε ζωντανεύουν όνειρα.

Οι στάλες οι μεγάλες ακολούθησαν
με χαύνωση που πρόσταζε.

Σταμάτησαν.

Και δυναμώσαν όλα.
Ανάβρασμα απολύτρωσης που τοιμαζόταν πάντοτε,
κι ωσά να μην ήτανε ο ήλιος να ξανάβγει,
εδόθηκε το σύνθημα.
Κάποιος επήρε την αρχή.
Αυτή ήταν η μόνη επανάσταση.
Η πιο μεγάλη που ‘γινε ποτέ.
Όλα υπακούσαν.
Και τα σπίτια σύμφωνα.
Και οι βιτρίνες που αρχίσαν να φωτίζουνε μ’ αυθάδεια
τη νύχτα τη δική μας που κει θα βασιλεύαμε.
Μέσ’ στο σκοτάδι της μέρας τρέχανε
να βρούνε γλυτωμό.
Και τα μυρμήγκια ακόμα,
και τα σύννεφα.
Κι όλα τα δέντρα που σκιζόντανε για να ξερριζωθούν.
Κι εγώ μαζί τους.
Θάρρος στον αγώνα τους.
Σαν ξένος από άλλη γη.

Σα ζουρλισμένα τ’ αυτοκίνητα.
Κι όλο μικραίνανε να φτάσουν τα παιχνίδια.
Και τα χαρτιά,
κι οι βρωμοπατημένες φημερίδες,
κι η σκόνη,
σηκώνονταν μαζί και φωνάζαν,
ψηλά,
ψηλότερ΄ απ΄ το κάθε τι,
κι από τις κλάψες των μωρών παιδιών που χάνονταν.
Ξεφωνημένος σαρκασμός
πως τίποτα δε θα ‘μενε στον τόπο του.
Και τα μεγάλα σπίτια δεν είχαν πια κορφές.
Κατάπινε όλα το σκοτάδι που κατέβαινε, αλλοιώτικο.
Σαν την ψευτιά του κόσμου.

Οι αστραπές.

Θα καίγαν όλα.

Τίποτα δε θα πείραζεν εμένα.

Το πιο μεγάλο χάζι.

Έτσι ξαλάφρωνα απ’ την επίσημη μιζέρια
που ‘χαν ως τότε, καθεμέρα,
όλα τους μπροστά μου.
Ήθελα να φωνάξω μ’ άγρια χαρά.
Ας μέναν έτσι,
όλα,
σ’ αυτόν τον κίνδυνο.

Μα ήρθε η μπόρα.
Όλα κυλίστηκαν στα πίσω.

Και γω θα πήγαινα να βρω τον πιο καλό μου φίλο.

*Από το βιβλίο “Στου γλυτωμού το χάζι”, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005.

**Στη φωτογφραφία της ανάρτησης: Artwork: Augustine Kofie.

One response to “Θεόδωρος Ντόρρος, Το πιο μεγάλο χάζι

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s