ΣΧΟΛΕΙΟ
Τα γαλανά πρωινά
οι μαθητές σε μαύρες
γρήγορες σειρές. Σκυμένοι πάνω
στα βιβλία, έπειτα. Σημαίες
υπαίθριας νοσταλγίας
τα δέντρα στα παράθυρα.
*
Τα μαύρα σκαλοπάτια της ταβέρνας μου
κατεβαίνεις όλος ποτισμένος από άνεμο.
Τα όμορφα μαλλιά έχεις ριγμένα
στα μάτια, ζωντανά σε έναν παλιό μου κόσμο.
στη γεμάτη καπνούς ταβέρνα
τώρα υπάρχει η μυρωδιά του λιμανιού και του ανέμου.
Ελεύθερος άνεμος που πλάθει τα κορμιά
Απ’ άσπρα ναυτόπουλα και τους κινεί το βήμα.
*
Κάτω απ’ τον ουρανό του Απριλίου η ειρήνη μου
είναι αβέβαιη. Το ανοιχτό πράσινο κινείται τώρα
στον άνεμο ιδιότροπα. Ακόμα κοιμούνται
τα νερά – νομίζεις- με ανοιχτά τα μάτια.
Αγόρια τρέχουν στο χορτάρι και μοιάζει
να τα σκορπίζει ο άνεμος. Χαμένη όμως,
είναι μόνον η καρδιά μου, και πάνω της μένει
η αστραπή (αχ νιάτα) απ΄ τα άσπρα τους
πουκάμισα που ήταν τυπωμένα στο πράσινο
*
Ακίνητα είναι στον ουρανό τα αστέρια.
Αυτό το καλοκαίρι είναι όμοιο με τ’ άλλο καλοκαίρι.
Το αγόρι όμως που περνάει μπροστά σου,
αν δεν το φωνάξεις, δεν θα ‘ναι πια το ίδιο.
*
Βγαίνω απ’ τη δουλειά μου γεμάτος
από στείρες λέξεις. Στην εξώπορτα όμως,
οι θεοί τοποθέτησαν για τέρψη μου
ένα αγόρι που παίζει με την πλήξη.
*
Αν είναι άδεια τα δέντρα κι ο Ιανουάριος
μόλις αρχίζει, σε έναν καθαρό ήλιο λάμπει
πάνω στα χαλίκια του έρημου πια πάρκου,
το φτύσιμο ενός αγοριού που πέρασε
τρέχοντας, σπρωγμένο ίσως από τον
Μακρινό Απρίλιο.
*Από το τομίδιο “Sandro Penna, Ποιήματα”, εκδ. Το μικρό Δέντρο, Αθήνα, Δεκέμβρης 1981. Απόδοση: Σωτήρης Παστάκας.