ΧΟΡΟΣ
Τον πένθιμο και διαυγή χορό
αργά τον σέρνουν
στην πλατεία
“Άειντε”
Πρώτα περνούν οι γεροντότεροι
μετά οι νέοι
ακόμη πιο αργά
και όμορφα
περνάνε οι γυναίκες μας
“Ωρέ”
Στέκουν θαυμάζουν τον κόσμο
τα παιδιά
κρύβονται μες στα ελάτια
“Άειντε μωρέ και”
Κλαίνε τα δέντρα
γελάνε τα παιδιά.
*
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Ήρθ΄ από κει που δεν υπάρχει ήχος
μέσα απ’ την ψυχρότητα των χρωμάτων
Φορά την κάπα των βοσκών
πιάνει τον ήχο των νερών
τις σταγόνες στα παράθυρα και τον ιδρώτα στα γένια
Φωλιάζει στα όμορφα χαμόγελα
Κουβαλά στο κεφάλι κούφιο ξύλο
Και μιαν αχτίδα σεληνόφως
Βάζει προσκέφαλο το άλμα των βατράχων
και δεν κοιμάται ποτέ
Κρεμάει για φυλαχτό στο κεφαλάρι
τραγίσιο κέρατο αιχμηρό
Λέει
Τα λόγια τα διαφεντεύουν τα νερά
Τα σκυλιά συνεισφέρουν στην ομίχλη όταν ανασαίνουν
Τα μάτια γίνονται αστέρια σε νερολακκούβες.
*Από τη συλλογή “Τα ορεινά”, εκδ. Μελάνι, 2015.