Υποθέτοντας δυο μάτια δυο χέρια
ένα στόμα διψασμένο και πόδια βαθιά μέσα στην νύχτα
ένα ποτήρι ν’ αχνοφαίνεται στην μπάρα
το πρίσμα του κόσμου που συντηρεί ο πάγος
κι εκείνο τ’ όνομα σ’ ένα χαρτάκι γραμμένο
η υδρόγειος που γυρίζει ακόμα στο σύμπαν
τα ντεσιμπέλ εναλλάσσονται όπως οι εποχές
αν κι ο καιρός ολοένα πια κι ενώνεται
με κείνο το μονότονο ξημέρωμα
π’ αναβλύζει στην σιωπή και δεν γνέφει
ίσως φωνάζει ο αυριανός παγκόσμιος πόλεμος
μα της πόλης ο θόρυβος τα παιδιά της μεθάει
ο ήλιος διστάζει ν’ ανατείλει στην πέτρα
χιονίζει σ΄ ασίγαστο φως
*Collage art: Bill Noir