ΠΑΛΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΟΜΥΘΙΑ
του Μιχάλη Τ. και του Κώστα Δ.
εις μνήμην
η γλύκα του θανάτου -γλυκιά ζωή-
γονατίζει ρετάλι το κορμί
αγκαλιάζοντας
μάρμαρα χαμόγελα λευκά
και σιωπή βελούδινη σκληρή
θρύψαλα χρώμα κίτρινο τον νου σαν διαπερνάει
βαθειά ριζώνει στο χαρτί ψάχνει βαρέλι τρύπιο
να βρέχει χέρια και κορμί κρασί να ομοιάζει
να πνίγει εικόνες διάφανες τη μνήμη φυλακίζει
τζάμι σπασμένο φόρεμα αγάπες ν΄’ αυγατίζει
τ’ άσπρου θανάτου τη μεριά φόβος να κυβερνάει
να φέρνει χρόνους δίσεκτους μάτια ν’ αστροβολάνε
κι εγώ γυρεύω γράμματα το στόμα μου να κλείσω
ν΄ ακούω σιωπές τρικούβερτες το γλέντι να μη βρίσκω
ν΄ αναθυμούμαι τις χαρές που μέλλονται να κλέψουν
οι τρισκατάρατοι καιροί που πίσω σας εμείναν
να μη μπορώ να χαριστώ στους μήνες και τους χρόνους
που φίλοι σεις χωμάτινοι δεν πρόκειται να δείτε
κι ούτε πιοτό αιμάτινο τα γένεια σας θα βάψει
μόνο κεριά φυτρώνουνε στις άκρες των δαχτύλων
του ήλιου βάζουνε φωτιά να μείνει η σελήνη
στον λάκκο μέσα του μυαλού σαν μύλος να γυρίζει
να συντροφεύει ζωντανούς εμάς τους υπολοίπους
και ιστορεί απέθαντους βωμούς εσάς για πάντα!
*
ΣΟΜΑΛΙΑ
σας διαβεβαιώνω ότι, εάν αυτοί σιωπήσουν,
οι πέτρες θα φωνάξουν
Λουκάς, Τα Καλά Νέα, 19:40
μάτια τ’ αυτιά μου κι άκουσα πλατάνια ρημαγμένα
με την ανάσα των χεριών βαδίζοντας σκορπώντας
ο άνεμος καλεί φραγμούς αέρα δεν εισπνέω
πέτρες φυτεύοντας παντού στην πόλη δεν σκεφτόμουν
τύπος είναι που μ’ οδηγεί με φέρνει στην ουσία
όμικρον που τετράγωνο ορίζει τα πλευρά του
σκάβοντας πετροχώραφα νερά καλλιεργώντας
δίχως τον τύπο αδυνατεί ουσία να υπάρχει
κρύβω την κίνηση να ‘δω ισχύς η ακινησία
έξις οι λέξεις εξ αρχής γι’ αυτό τις αποφεύγω
δεν είναι Σαρτρ είναι ο Σαντ η πυρκαγιά του Άδη
που κατεβαίνει σέρνοντας υψώνοντας στ΄ αστέρια
μωβ τη σημαία της χαράς πατρίδα σώμα-λεία
με τραίνα σκόρπια να περνούν Αθήνα-Καλαμάτα
μέλι στο στόμα χαίρεται μέσ’ απ’ τη θλίψη στάζει
*
ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ
ένα παιδάκι ποτίζει τον κήπο δίχως τον χρόνο οι δείχτες
όλος ο κόσμος ένας κήπος τα δάχτυλα οι αριθμοί
ένα φάρμακο είναι λίγο ένα ποτάμι ίδιο το φαρμάκι
ο καιρός είναι ο κήπος ένα νέρινο ρολόι
ένα μπουκάλι άδειο από τα δάχτυλα
*
ΜΙΑ ΤΟΥΡΚΑΛΙΣ ΡΩΜΑΙΗΣΣΑ ΜΙΑ ΡΩΜΗΟΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΑ*
κι ενώ δεν έχω ρεύμα πια κι ούτε σταγόνα πλέον
μια λάμπα καίει πετρέλαιο τα σωθικά καμμένα
έξεις φυτρώνει τις παλιές μεσ’ στου κορμιού λαμπάδα
κι αυτό ανοίγει στις πληγές φτερά τσαλακωμένα
στο βάθος θύελλα του νου και συμπαγές πετώντας
θε’ ν’ ακουμπήσει ομορφιά το κάλλος κινημένο
η ομορφιά κινούμενη μια εμπειρία κάμπια
μια τουρκαλίς ρωμαίησσα μια ρωμηοτουρκοπούλα
μια Γκιουλμπαχάρ ανάστατη ένα λουλούδι μόνο
θωρεί μια πράξη λεκτική στα λόγια του Μεσσία
που ενυλώθηκε εμπρός ευθύς στα δυο της μάτια
σημάδια ανάστασης λαμπρής στον λόγο του Προφήτη
*Η λέξη “τουρκαλίς” είναι λεξιπλασία του εικαστικού Άκανθου.
**Τα ποιήματα αυτά περιλαμβάνονται στην Ανθολογία “Ψηφιδωτό Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης”, εκδ. κύμα, 2022, σελ. 87-89.