ΕΠΙΠΤΩΣΗ
Όντως ήταν αληθινό και το δεχτήκαμε. Πέθανε
ο Θεός μας. Τον θάψαμε χθές το απόγευμα χωρίς
τραγούδια ή παιάνες, δίχως κλαυθμούς και μοιρολόγια
κι ανάλαφροι ενιώσαμε, τίποτα πιο πολύ δεν μας
γαργάλαγε παρά το ύφος της μουντής μέρας ενώ ο φόβος,
θα `λεγα, βαθιά μες την καρδιά μας είχε καταχωνιαστεί.
Στην σκοτεινή αίθουσα του γραφείου κηδειών κουμάντο
έκανε η θλίψη κι έξω απ’ την πόρτα οι ζητιάνοι απλώνανε
το χέρι και ζητούσαν αυτό που δεν θα τους δίναμε,
ευπρέπεια του φιδιού που δίχως δόντια εμφανίστηκε,
κι η μαγνόλια που άνθισε μενεξελιά μπουμπούκια πάνω
στο νυφικό κρεβάτι κι εμείς μες τη φωλιά του αετού
γεμίσαμε κουράγιο το δισκοπότηρο μας και το τοξεύσαμε
στα τέσσερα της οικουμένης άκρα κι υποσχεθήκαμε ποτέ
συστήματος θύματα να μην πέσουμε.
Τον κόνδορα κληρονόμο της σάρκας κηρύξαμε.
Τον άνεμο και τη βροχή κάθαρση ονομάσαμε.
Ευοί, ώ, λεύτερα στοιχεία, ευοί.
Πολλαπλασιαστείτε και κατακτήσετε τη γη
κάποιος εφώναξε. Κι ήταν σωστό.
IMPACT
And since the new reality was upon us we truly
accepted it: our God was dead. Buried him yesterday
afternoon with no songs, no paeans, nor lamentations
and we felt a lot lighter. Nothing was as ticklish as
the mood of the somber day while fear, I’d say, was
hidden deep in our hearts. Sorrow reigned in the black
funeral home while beggars, outside, stretched their
hands asking for what we couldn’t spare: decency
of the new serpent who appeared without fangs,
feverish magnolia bloomed its purple flowers over
our nuptial bed and in an eyrie we filled our chalice
with courage and shipped it to the four corners of
the universe and promised never to be trapped again
in the idiocy of a system.
The Andean condor we declared heir of the flesh
the wind and the rain we proclaimed our catharsis
evoe, oh, free elements, evoe
multiply and conquer the earth someone said and
it was good
*
ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ
Ξαφνικά διαισθανθήκαμε πως η σάρκα, που τον πόνο
και τα όνειρά μας κουβαλούσε, ιδιοκτησία μας δεν ήταν
αφού είχε κιόλας πεθάνει ο Θεός μας κι απαράδεκτο
ήταν να μη λάβουμε υπ’ όψη τα δάκρυα του νεκροθάφτη.
Εμείς δεν κλάψαμε διόλου, ξέραμε ήταν γέρος πια, και
τελικά το καταλάβαμε πως είχε πεθάνει και ο άγγελος που
μας συμβούλεψε να δείξουμε συμπόνια, εκείνος που μας δίδαξε
την ηθική κι επιτέλους έπρεπε να βασιστούμε στα πουλιά
που μέλλονταν να αναζωγονήσουν την αγάπη κι εμείς
να δείξουμε στο γείτονα συμπόνια που άρχισε τη μέρα μ’ ένα
πιστόλι στην παλάμη και καρφωμένη τη ματιά του πάνω μας
σαν να `λεγε ‘μην και τολμήσετε…’ πρόταση που ήταν
σε αντίθεση με το Κυριακάτικο τραπέζι μας και μάταια
επιμέναμε ν’ ανάβουμε το λύχνο.
FUTILITY
We suddenly felt the flesh that carried our pain and
our dreams was foreign to us since our God had died
and inappropriate it was not to take into account
the undertaker’s tears. We had none, God was too old
we thought and finally we understood the angel
who advised us to show compassion, who advocated
morality, had also died and we had to rely on the birds
to recommence our sentimental love and understand
our neighbor who started his day brandishing a pistol
in his hand, his eyes fixated on us as though saying
you better not… a sentence that contradicted meaning
of our Sunday dinner and in vain we insisted to light
our oil lamps.
Πένα βαριά
βουτά σε βιωμάτων βάθη
χειμαζόμενη απεικονίζει
συγκαλύπτοντας των αισθημάτων πάθη.
Λεωνίδας Καζάσης
Μακάρι να είχε σωριασθεί νεκρός τών ανθρώπων ο θεός με τους βρωμερούς αγγέλους του – τα απότοκα – επακόλουθά του., ο θεός , τον οποίον, με αήδια , καθημερινά, υφιστάμεθα, όχι μόνο, όσοι – ελάχιστοι τον σιχαινόμαστε, μαχόμενοι, αλλά, και εκείνοι, οι πολλοί που τον ασπάζονται!!! Ομιλώ για το φαντασιακό – αξιακό των μελεοφρόνων ανθρώπων.