ΓΕΡΑΜΑΤΑ
Από το παλιό ποίημα βγαίνει
μια μυρωδιά που ποτέ δεν ήταν.
Πονάει αυτό και είναι
το μόνο ζωντανό του ποιήματος
που ήταν. Η χαρά της
ψιχάλας δεν το βρέχει, ούτε
δέχεται ήλιο όταν έχει ήλιο.
Η πληγή αυτή διαβάζεται από μόνη της
στη σκιά μιας ανάμνησης μικρής.
Ο ουρανός περνά βουβός
πάνω σε στίχους που ήδη.
*
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Όποιος φαντάζεται, βγαίνει από τον εαυτό του, κόβει
τη γλώσσα κάποιας συμφοράς, πάντα
γυρίζει σε τίποτε άλλο.
Παραδίδει τη φωτογραφία του πατέρα
σε ένα αντίο στο χέρι και
οι φλέβες σιωπούν.
Άφησα την αιωνιότητά μου να πέσει.
Χθες δεν ήμουν ο σημερινός,
αλλά η ανάμνηση του σήμερα.
Δεν γνώριζες πως τα φθινόπωρα ενος βιολιού
αντηχούν στο κεφάλι μας;
Και η χώρα είναι κουφή;
Δεν έχει λάδι η δαγκωμένη λέξη.
Σκάβει και σκάβει
Και ποτέ δεν βρίσκει.
*
ΕΥΓΕΝΕΙΕΣ
Το ποίημα είναι χλομό και ευγενές,
Δεν αλλάζει τίποτα, δεν λυγίζει λόφους, δεν
δίνει ούτε ένα κόκκινο φρούτο, ούτε
κάνει το θόρυβο αυτού που αρπάζει
ένα κομμάτι ψωμί για να δώσει
ένα κομμάτι ψωμί.
Κάθεται ανακούρκουδα σε μια γωνιά και
δεν παραπονιέται.
Ζει από το καθετί που υψώνεται
στον αέρα κι από τη γέννηση.
Ούτε ζητάει να το επισκεφτούν.
Του φτάνει ό,τι δεν συνέβη.
*Από τη συλλογή “Pais que fue sera”, Μεξικό 2001-2002. Buenos Aires, Seis Barras, 2004.
Έντονη κινητικότητα από των λέξεων την εικονοποιεία, δοκιμάζει την διάθεση του αναγνώστη, νοηματοδοτώντας, κάποτε, αινίσσοντας, επιτυγχάνοντας με την ιδιωματικότητά της, το δικό της για την ποίηση ψυχογράφημα, παροτρύνοντάς μας και αισθητικά να στοχαστούμε.
Συγχαρητήρια στον μεταφραστή ποιητή,ο οποίος, αναδεικνύει την έμπνευση που, από τον δημιουργό του ποιήματος μετάλαβε, δίνοντάς μας μία πλούσια γεύση τής τέχνης, του GELMAN.
Ποτάμι η σιωπή
κι οι λέξεις μου πέτρες
να πατήσεις,, να περάσεις τη σιωπή.
Γιάννης Υφαντής
Ποτάμι η σιωπή
κ’ οι λέξεις μου πέτερς
για να πατήσεις
να περάσεις τη σιωπή.
Γιάννης Υφαντής
Ποτάμι η σιωπή
κ’ οι λέξεις μου πέτρες
για να πατήσεις
να περάσεις τη σιωπή
Γιάννης Υφαντής