“Σκορπίστε χαρτιά μου, σκορπίστε”,
είπε ο Πρόσπερος. “Η ουσία
των πραγμάτων δεν γράφεται, δεν λέγεται.
Ένας κόμπος στον λαιμό το καλό,
ένα μούδιασμα στη γλώσσα το κακό.
Και το χέρι: ενός ξένου δισταγμός.
Πέτρα κι αλάτι και σκιές το μεσημέρι,
θάμνοι και δέντρα, φυλλωσιές,
νυσταγμένα πουλιά το απόγευμα.
Κι αυτά είναι όλα κι όλα τα γράμματα
της σοφίας – κι η σοφία
πάντα ανορθόγραφη. Θα επιστρέψω
εκεί που σκέφτηκα πρώτη φορά
αυτήν την άνυδρη λέξη: Ουσία.
Κι αν θέλω κάτι να γνωρίζω, θα ποτίζω
βασιλικό και ρίγανη και μέντα
και συναφή κατηγορήματα το όντως Όντος”.
Δυνατός συμβολισμός, βαθύς,σκεπτικιστής. Διαρκείς υπαινιγμοί, εμφανείς ακόμη και στα άρθρα, τους συνδέσμους, τις προθέσεις.
Ο ποιητής, με ιδιαίτατη τεχνουργία – κύριο στοιχείο τής οποίας, αναδεικνύεται η απλότητα τού ύφους τού λιτού – με λέξεις πολυσύχναστες που, απεικονίζουν, βαριά, βαθιά σημαίνοντας, δομεί συμπαγώς το μήνυμά του.