Στην άκρη του γραφείου
χύνεται η μελάνη
σχηματίζοντας μια λίμνη
με λέξεις που δεν έγραψα∙
στα άβαθά της κολυμπούν
μικρές βάρκες που άφησαν πίσω τα ναυαγισμένα πλοία
να κουβαλήσουν μικρά, ασήμαντα στιχάκια,
στα βαθιά κείτονται νεκρές οι ψυχές
των μεγάλων ποιητών
κι όπως καμιά φορά
δένω τις βάρκες μου στ’ αγκυροβόλι
της κούπας του καφέ
κοιτώ με μάτια που τρυπούν
την άβυσσο
κι οι ψυχές ζωντανές μού προσφέρουν
νάμα ζεστό και πρόσφορο
σε ψάθινο καλάθι∙
η όψη τους μουσκεμένη απ’ τις γαλανές
κηλίδες της συμφοράς τους
Πάρε! μου λένε
να πιεις από το αίμα μας
Πάρε! μου λένε
να φας από το σώμα μας
κι εμένα με πιάνει λαιμαργία
για τους πιο λυπημένους
να πίνω τη γουλιά
να τρώω τη μπουκιά
καθώς περνούν τη θηλιά
απ’ το λαιμό τους