αυτό το κτίριο που στέκεται εδώ με τις μεγάλες μαύρες οπές
τα ορθάνοιχτα στόματα, με τα μάρμαρά του γεμάτα λακκούβες και μάτια
Αυτό το κτίριο, εκείνοι εκεί οι ετοιμόρροποι τοίχοι
με τα εξαφανισμένα ταβάνια και τα ταβάνια με τα ικάρια συντρίμμια
Ήταν μια πόλη κάποτε και ίσως γύρω του περνούσαν μεγάλοι δρόμοι,
υπήρχαν καταστήματα και λάμπες που ανάβανε τα βράδια σαν σελήνες, αφήνοντας
πότε πότε να πέφτουν στους περαστικούς αστέρια σαν
πεταμένα εισιτήρια
και ταξιδεύανε πολλοί μέσα στο κτίριο στην πόλη αυτή, ώσπου
μια μέρα κάποιοι το πάγωσαν το χάραξαν σε μια φωτογραφία, το περικύκλωσαν
με παπαρούνες μισοζωγραφισμένες γκρι και με καπνούς, κι έβαλαν μπρος του σφράγισαν
ένα τεράστιο μπάνερ, μία γυναίκα μ’ ένα μωρό κενό στην αγκαλιά και κονσερτίνες να
το κρατάνε πάνω της σφιχτά όσο τα σώματα τινάζονταν
Το κτίριο, λοιπόν, άδειο τώρα φόντο και λειψό βρήκε τον λόγο που
στέκεται, χωρίς απαραίτητα να έχει στα μπαλκόνια του μεγάλες μπουγάδες ή
ηλικιωμένες γλάστρες, αλλά παίρνοντας την όψη υποστυλώματος ή μάλλον
ανεμόπτερου, με ξεσκισμένα πανιά, αλλά με άριστη ακόμη πτητική δυνατότητα
ικανή να εξασφαλίσει μιαν απέλπιδα διαφυγή σε αυτή την τελευταία εικονική
ανθρώπινη παρουσία που τρέμει
γιατί μέσα από την κοιλιά του σκάφους, μέσα απ’ το βάθος έρχονταν έρχονται ακόμη
σίδερα, κουρνιαχτοί, νέοι νεκροί στρατιώτες και σκιές που προχωρούν σε φάλαγγα
κι αν κάτι θέλουν, κι αν κάτι μάθαν πως θέλουν είναι να βάλουν
στη θέση της γυναίκας μια διαφήμιση καινούργιου σκυροδέματος
μια διαφήμιση για κτίρια που πέφτουνε καλύτερα
Reblogged this on Manolis.