Αν σταθώ για λίγο κοντά στο Ικουέστριαν
σταματώντας για ένα σάντουιτς με σάλτσα από συκώτι στο Μεϊφλάουερ Σοπ
εκείνος ο άγγελος μοιάζει να οδηγεί το άλογο στου Μπέργκντορφ
και είμαι γυμνός σαν τραπεζομάντιλο, τα νεύρα μου βουίζουν.
Κοντά στο φόβο του πολέμου και στα αστέρια που χάθηκαν.
Στα χέρια μου έχω 35 σεντς μονάχα, δεν έχει νόημα να φάω!
και σιντριβάνια αναβρύζουν πάνω απ’ τις στέρνες με τα φύλλα
σαν τα σφυριά ενός γυάλινου πιανοφόρτε. Αν σου μοιάζει
να έχω χείλη λεβάντας κάτω απ’ τα φύλλα του κόσμου,
πρέπει τη ζώνη μου να σφίξω.
Μοιάζει με μηχανή τρένου εν κινήσει, η εποχή
της ταλαιπωρίας και της διαύγειας
και η πόρτα μου είναι ανοιχτή στα απογεύματα του καταχείμωνου
χιονιού που πέφτει ανάλαφρα πάνω στις εφημερίδες.
Σφίξε με σαν δάκρυ στο μαντήλι σου, τρομπέτα
του απομεσήμερου ! μέσα στης καταχνιάς το φθινόπωρο.
Καθώς στήνουν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στη λεωφόρο Παρκ
θα δω τα ονειροπολήματα μου να περνούν με σκύλους μέσα σε κουβέρτες,
για κάποιο λόγο πριν αρχίσουν όλα αυτά τα φώτα των χρωμάτων!
Μα τέρμα πια τα σιντριβάνια τέρμα και η βροχή
και τα μαγαζιά μένουν ανοιχτά μέχρι τρομερά αργά.
*Από το βιβλίο “Ποιήματα”, σε εισαγωγή-επιλογή-μετάφραση Γιάννη Λειβαδά, εκδ. Ηριδανός. Από τη σελίδα του George Panos.