Τώρα, ο τοίχος με το μεγάλο μέτωπο’
σοβάδες τα νιάτα και πέφτουν.
Η νύχτα που δεν φτάνει στα παράθυρα.
Σχεδόν βραδιάζει, σχεδόν ακούω τη φωνή
μου και τη σιωπή που έρχεται απ’ τα δέντρα.
Στις εννέα το βράδυ ένα χέρι ζεστό
-τρυπημένο φεγγάρι στα σκοτεινά-
ψαχουλεύοντας με δάχτυλα δανεικά στον αέρα.
Τόσα στόματα τριγύρω, μα τίποτα να πουν
ή να ζητήσουν’ πως υπομένουν τρίζοντας τα δόντια.
Οι φωνές μας που έφυγαν και πίσω δεν γυρίζουν,
ψάχνοντας για καινούργια καλοκαίρια στον ήλιο.
Στις φλέβες μου δεν τρέχουν προσευχές.
Ένας ακόμα στίχος – περισσότερο φως:
ας ήτανε ο ουρανός να μου άγγιζε τα χείλια.
Σήμερα που σταυρώνω τα χέρια και φύλλο
δεν κουνιέται στα κλαδιά – αίμα γυρίζει
το νερό’ ένα κορίτσι κάπου μ’ αγαπά.
Τώρα σου βγάζω χώμα απ’ το στόμα
τα αμέτρητα φιλιά και τα αφιλόξενα σώματα
με καθαρή συνείδηση κοιμάμαι.
*Από τη συλλογή “Το Μερίδιο”, εκδ. Θράκα, 2022.