Πάντα ήθελε να περάσει από το μέρος όπου είχε συλλάβει τις πρώτες παραστάσεις, οι οποίες μετετράπησαν σε πρώτες αναμνήσεις. Πρόκειται για ένα ρετιρέ γωνιακό με μεγάλη βεράντα, επί των οδών Αριστοτέλους και Χέϋδεν, πάνω στην πλατεία Βικτωρίας.
Εκεί μετακόμησαν οι Θεσσαλονικείς γονείς του, λίγους μήνες αφού εγεννήθη, αφήνοντας το κοντινό διαμέρισμα επί της Τρίτης Σεπτεμβρίου. Στην πλατεία Βικτωρίας έζησε τα πρώτα τρία χρόνια του βίου του, ώσπου μετακόμησαν στην Φιλοθέη, προς μεγάλη λύπη του.
Η Φιλοθέη απεκαλείτο (γιατί ήταν) κηπούπολη’ όμως εκείνου ο νους ήταν στην πλατεία Βικτωρίας, ίσως, γιατί εκεί δεν είχε νοιώσει ακόμα την πληκτική βαρβαρότητα της οικογένειας και της εκπαίδευσης. Στην πλατεία Βικτωρίας, αν και είχε ενδείξεις, δεν είχε ακόμα καταλάβει τι γίνεται και που ήρθε.
Εκεί άκουσε για πρώτη φορά τις φράσεις: “παίζει χαρτιά”, “δεν θα του ανοίξω αν γυρίσει το πρωί”, “θα σε βγάλω έξω από το σπίτι”. Εκεί ένοιωσε τον φόβο και τον πόνο, όταν έβαλλαν στο αναμμένο μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας, το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού του ( γεγονός που έγκαυμα του απέφερε, σημάδι που το διατηρεί ακόμα, τόσο στο δάχτυλο όσο και στην ψυχή του ) για να συνετισθεί, και να μην πλησιάζει στην ηλεκτρική κουζίνα, ερευνώντας τα μάτια, τα κουμπιά, τον φούρνο της.
Από εκεί είδε τον στρατιώτη να φρουρεί στην ταράτσα ενός κτηρίου της Χέϋδεν, στις 21 Απριλίου του 1967, εκεί άκουσε την ίδια μέρα εμβατήρια από το ραδιόφωνο, όπως επίσης θυμάται την ίδια μέρα, την μητέρα του πανικόβλητη, να στέλνει την Σουζάνα, να προμηθευτεί τρόφιμα απ’ τον μπακάλη, λέγοντας: “Σουζάνα, έγινε δικτατορία, γρήγορα στον Καραφωτιά να ψωνίσεις”. Σουζάνα! Πόσες φορές την νοσταλγεί, δαγκώνοντας τα χείλη του να μην τρέμουν, τρίβοντας τα μάτια του να μην στάζουν!
Θυμάται την μεγάλη βεράντα όπου από ψηλά έβλεπε την πλατεία Βικτωρίας και τις γύρω οικοδομές’ ήταν τα πρώτα αγναντέματα, οι πρώτες θέες στα πρωινά, στα σούρουπα, στου ουρανού τις νύχτες. Θυμάται που τραγουδούσε ο τροβαδούρος πατήρ, τα βράδια του καλοκαιριού στην βεράντα, όταν επέστρεφε από την Θεσσαλονίκη.
Θυμάται την μητέρα του, να τραγουδά μαζί με τον εκ ραδιοφώνου, Λάκη Παππά, το τραγούδι: “Μιάν αγάπη μου έχω κλείσει σ’ ερημοκλήσι αλαργινό”. Ήταν καλοκαίρι, το απόγευμα τέλειωνε και παραχωρούσε τη θέση του στο μυστήριο που άχνιζε φωτεινά στο δωμάτιό του! Συγκίνηση ένοιωθε τότε, συγκίνηση και τώρα τον κτυπά! “να σου φορέσω στα μαλλιά χρυσό στεφάνι σαν πυροφάνι σ’ ακρογιαλιά”.
Θυμάται πως ένοιωθε ένα άλλο απόγευμα καλοκαιριού που πλησίαζε στη δύση’ και μετά από τόσα χρόνια, σκέφτεται πως ήταν η νοσταλγία, που, στην επιθυμία να τον μυήσει, πάσχιζε! Θυμάται την Σουζάνα που σιδέρωνε στο χολ, κοντά στο παράθυρο της κουζίνας, το οποίο έβλεπε στην βεράντα, και εκείνος από το παράθυρο κοιτούσε πως διαγράφεται το απόγευμα στον ουρανό. Θυμάται το ρίγος που ένοιωσε, όταν τρίφτηκε με την πάνα του επάνω της (συχνά τριβόταν, όπου έβλεπε μηρό γυναικείο, στης μητέρας του, στης θείας του! Τον μάλωναν βέβαια, αλλά δεν μπορούσαν και να μη γελάσουν, όταν ο μικρός δεν έπαιρνε τα μάτια του από τους γυναικείους πισινούς και τους μηρούς, τους οποίους ενίοτε άγγιζε, όποτε τύχαινε να βρίσκεται σε χώρο που υπήρχαν θηλυκά).
Μιά μέρα καλοκαιρινή, ξύπνησε, και πήγε στην κουζίνα, η οποία φωτιζόταν από την βεράντα (σαν γωνιακό που ήταν το ρετιρέ, σχεδόν όλο –σαλόνια, κουζίνα, υπνοδωμάτια– είχε έξοδο προς την βεράντα) τότε άκουσε μια περίεργη φωνή διαρκείας από τον δρόμο, προφανώς κάποιου πλανόδιου, και ενώ χαιρόταν την κυριακάτικη ευδία (δεν ξέρει γιατί αυτή την ανάμνηση την έχει συνδέσει με την Κυριακή, ενώ δεν θυμάται τι μέρα ήταν’ όμως θυμάται για όλα όσα ανέφερε, το πώς αισθανόταν τότε, το θυμάται καλά! Γιατί το νοιώθει και τώρα) άκουγε παράλληλα την μητέρα του, να εξηγεί στην Σουζάνα, τα σχέδιά της για την Φιλοθέη, και στεναχωριόταν! Δεν ήθελε να φύγει από την πλατεία Βικτωρίας! Ο αέρας της τον τραβούσε! Το ίδιο συνέβη λίγο αργότερα με την Θεσσαλονίκη, που από τότε ήθελε να έρθει κοντά της.
Η πλατεία Βικτωρίας αντιπροσώπευε την ξεγνοιασιά των τριών πρώτων χρόνων της ζωής του. Η Θεσσαλονίκη αντιπροσώπευε την διαφυγή στον παππού και στην γιαγιά, μακριά από την πληκτική βαρβαρότητα του σπιτιού και του σχολείου.
Πάντα θυμάται την πλατεία Βικτωρίας με λύπη για τον αφελή, που δεν φαντάζεται τα επακόλουθα’ την θυμάται για την ήρεμη περιέργεια που τον διακατείχε μπροστά στην όψη της ζωής, που φάνταζε καινούρια στα μάτια του, αφού και η ύπαρξή του καινούρια ήταν.
Από την πλατεία Βικτωρίας, κοιτά τον ουρανό, που αυτή την στιγμή προσφέρει απροσδιορίστου χρώματος σχηματισμούς. Μετά από σαράντα πέντε χρόνια, η Αθήνα, στα μάτια του, ομορφαίνοντας, εξιλεώνεται.
4/2012