αὐτή ἡ μανία ἡ πενθηρή νά ζεῖς
αὐτός ὁ ἀστεϊσμός ὁ ἀπόκρυφος νά ζεῖς
σέ παρέσυρε ἀλεξάνδρα καί μήν τό ἀρνεῖσαι
σήμερα κοιτάχτηκες στόν καθρέφτη
καί ἤσουν θλιμμένη βρισκόσουν μόνη
το φῶς ἐμούγκριζε ὁ ἀέρας τραγουδοῦσε
μάὁ ἀγαπημένος σου δέν ἔχει γυρίσει
θά στέλνεις μηνύματα θα χαμογελᾶς
θατρέμουν τά χέρια σου κι ἔτσι θά γυρίσει
ὁ ἀγαπημένος σου ὁ τόσο ἀγαπημένος
ἀκοῦς τήν παρανοϊκή σειρήνα ποὺ σ᾽ τόν ἔκλεψε
τό καράβι μέ τήν ἀφρισμένη γενειάδα
ὅπου ἔχουν πεθάνει τά γέλια
θυμᾶσαι τό τελευταῖο ἀγκάλισμα
ὢ τίποτα τὸ ἀγωνιῶδες
γέλα στοῦ μαντηλιοῦ τό κούνημα κλάψε μέ χάχανα
κλεῖσε ὅμως τίς πόρτες τῆς ὄψης σου
γιά νά μή σοῦ λένε μετά
ὅτι ἐκείνη ἡ ἐρωτευμένη γυναίκα ἤσουν ἐσύ
σέ τύπτουν οἱ μέρες
σ᾽ ἐνοχοποιοῦν οἱ νύχτες
σέ πονάει ἡ ζωή τόσο μά τόσο
ἀπελισμένη — πού πηγαίνεις;
ἀπελπισμένη — τοῦτο μόνο, τίποτ᾽ ἄλλο!
*Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.