Τα δάχτυλά σου κόμποι σα γαρύφαλλα.
Έκλαψα πολύ τότε.
Με τα γαρύφαλλα.
Μια φορά θυμάμαι,
είχε πέσει ένα γαρύφαλλο στο
ουίσκι μου, τυχαία,
και εγώ συνέχιζα να το πίνω.
Ήταν στο μπάσο ο Σάκης,
είχα βουτήξει με τα ρούχα στη
θάλασσα για αυτόν. Το φεγγάρι
σχημάτιζε μια θάλασσα, εγώ εκείνον,
η ταχύτητα είχε την δική της αδράνεια.
Όλα ήταν σωστά στο πλήθος
όπου νερό και λουλούδι
σαν εραστές όλοι ακολουθούσαμε
σαν μεγάλες λευκές γραμμές ή
γκουρμέ καβούρια πνιγμένα στο ουίσκι.
*
Γερανοί από μέταλλο και γλάροι νότες
στα ναυτικά τραπεζομάντηλα από κάτω
οι παλάμες άδειες
φορτωμένο μόνο με βλέμματα από λούστρο
το ξύλινο πάτωμα, η θάλασσα, το κόντρα μπάσο,
μια τούφα μαλλί με δόντια
ανάσα τρούφα, δάχτυλα πλευρώτους
κόντρες τα αυτοκίνητα στο δρόμο
το νέο πέραμα κλειστό, από αρκούδες.
Και ήταν τόση η νύχτα στα χαμόγελα
και γέλια πολλά στο το νέο πέραμα με
ήχους νέας Ορλεάνης, χωρίς πάτωμα
και γύρω ολόγυρα, γλάροι.
*Από τη συλλογή “Yποταγή λυρισμού”, εκδ. Ενδυμίων, Γενάρης 2021.