Και όταν η άρπα χτυπά,
φτιαγμένη από κομμένες φωνητικές χορδές,
ακούγεται μέσα από το αμφιθέατρο
η σιωπή κάθε ηλικίας να σπάει.
Μια γυναίκα σηκώνεται από το κοινό
κρατώντας μια πινακίδα, με τις λέξεις:
«Αυτή είναι η φωνή μου. Τη θέλω πίσω.»
Οι τρομαγμένοι επισκέπτες της συναυλίας ψιθυρίζουν:
«Δεν είναι αυτή η τσιγγάνα που τραγουδούσε έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό;»
Περνάει πάνω στη σκηνή,
σπρώχνει τον αρπιστή μακριά
και προσπαθεί να παίξει τις χορδές της δικής της φωνής.
Το κοινό γέλασε γιατί ποτέ δεν έμαθε να παίζει άρπα.
Και με δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της
μεταφέρει την άρπα στην πλάτη της σαν σταυρό.
Στην παρουσία
των φλάουτων της ορχήστρας θυμήθηκε τα πουλιά
που συνήθιζαν να τραγουδούν όταν ήταν ακόμη στα κλαδιά.
Και χάθηκε στη μνήμη
τα φλάουτα βγήκανε συντονισμένα.
Ξεκίνησαν για να τραγουδήσουν το παλιό τους τραγούδι.
Έξω από το αμφιθέατρο
η γυναίκα ακούει τα φλάουτα
που ακούγονται σαν πουλιά.
Της δίνει ελπίδα.
Και υπόσχεται στον εαυτό της
να εξασκηθεί πολύ σκληρά
έως ότου οι χορδές να γίνουν μέρος της ξανά.
*Μετάφραση: Ανδριάνα Μπιρμπίλη
**Το ποίημα δημοσιεύτηκε εδώ: https://theoharrispapadopoulos1.blogspot.com
Reblogged this on Manolis.