Κατεβαίνοντας αυτήν τη σκάλα στο βιβλιοπωλείο “Πολιτεία” νοιώθεις ένα βάρος στο στήθος, την ανάγκη να πιαστείς από το κάγκελο ή τον τοίχο που θα βαστάξει το σώμα. Μία αλλαγή επιπέδου σχετικά βίαιη, αν κρίνεις από την απότομη κλίση της κλίμακας. Αν είσαι νέος αυτό συμβαίνει φυσικά. Μπορείς με ευέλικτα λυγίσματα των γονάτων να επιταχύνεις την κατάβαση και με μικρή δυσκολία στην ανάβαση. Αν δεν είσαι όμως νιος, αυτό γίνεται αργά και με προσοχή. Τότε, δίνεται η προσοχή σ’ όλες τις λεπτομέρειες: τα αποτυπώματα από τις παλάμες άλλων πελατών, σταθερής πελατείας και μη.
Στο υπόγειο της πολιτείας θα έλεγες ότι είναι τρέλα να ρίξεις τόνους βιβλίων, εκεί που ίσως κάποτε να γίνει χείμαρρος ιδεών, αν πλημμυρίσει από τα στάσιμα νερά της βούλησης, της απραγίας, της κατάθλιψης. Αντιθέτως, στο υπόγειο της Πολιτείας βρίσκονται οι ανθοί της ελληνικής και ξένης διανόησης. Βρίσκονται τοποθετημένοι σε τάξη, ανάλογα με τη συνομοταξία και το γένος, ώστε να σωθούν από τον αστικό μύλο της Άνω Πολιτείας, το αστικό τοπίο της πυκνοκατοικημένης Αθήνας.
Η πολιτεία των βιβλίων στην Ασκληπιού και Ακαδημίας είναι το βαλσαμόχορτο και το νερό της λήθης, που απαιτείται για να μπεις στη σκοτεινή Νέκυϊα των νεκρών αφηγήσεων. Διότι όλα τα βιβλία είναι συμβάντα παρελθοντικής μεθόδευσης. Εκεί, βρίσκεις τους φίλους κλαμένους, σκεπτικούς, βωβούς. Άλλοι δίχως να σε γνωρίζουν, σου ζητούν ένα βαλς, άλλοι σε τρομάζουν, έτσι γιατί το μπορούν με τα γκροτέσκα πρόσωπά τους.
Όταν είναι η ώρα της αναχώρησης, της επιστροφής στον Άνω Κόσμο, έχεις το συναίσθημα ότι πήγες στο καλύτερο ουϊσκάδικο. Βέβαια για σένα ποτήρι δεν προσφέρθηκε, κι ούτε περίσσεψε για να πιείς, να δοκιμάσεις της τέχνης τη μέθη, της γνώσης τη μέθεξη. Μόνον ευφράνθηκες των ανθών το άρωμα, των αποδημητικών άκουσες το ταξίδι και του αποστακτηρίου ένοιωσες στο πετσί την τσίκνα.