Κώστας Κουκούλης, Ποιήματα

ΠΟΡΕΙΑ
(αποσπάσματα)

Νυχτώνει.
Η πολιτεία στην ίδια θέση πάντα. Αμετακίνητη.
Στις φλέβες τού πληθυσμού γαλήνη.
Αργόσυρτα ένας ψίθυρος την έννοιά του αποκτάει ―
Το να υποδαυλίζεις, λέει,
μιαν επανάσταση ενάντια στη μοναξιά
ενώ δεν έχεις σπίρτα ν’ ανάψεις το τσιγάρο σου,
μοιάζει επίλογος αντί προλόγου.
(Ήσουν εσύ; Είσαι εσύ;
Πού έλειψες; Και τώρα, πώς να δείχνεις;)
Μυριάδες υποκείμενα δωροδοκούν τον ΄Υπνο.
Τα οδόσημα αχνοφαίνονται και χάνονται αμέσως.
Ανοίγω χαραμάδες. Ανοίγω χαραμάδες
στο σκοτάδι. Να περάσω.
……………………………………………….
Η Ποίηση, είπα,
δεν είναι όνειρο μέσα στον ύπνο
είναι ένα τεράστιο φορτηγό βαπόρι
που μανουβράρει μες στην αχλύ τής ανοιχτής θάλασσας
και, είναι να πάμε μακριά τόσο,
όσο μπορεί να φτάσει ένα ταξίδι.
Έπειτα καημούς κατέβασα στους δρόμους ― μα
το σκοτάδι με ξεγέλασε. Στον έρανο που έκανα
τ’ αστέρια με γέμισαν δαχτυλικά αποτυπώματα.
Απέτυχε η γιορτή.
…Είπα, μόνος και πάλι θα διαβώ τον Εύριπο των αισθημάτων.
Άλλα δυο βήματα στον χώρο. Ακόμη μια προσπάθεια.
Ποιος δρόμος;
Και τα δέντρα, ισχνά ― σύμβολα στίχων.
Στη σκοτεινή γωνία εκεί
στον εαυτό του κλεισμένος ένας μύθος
από αιώνες φώτιζε θαμπά το καφενείο.
Στους τοίχους του επάνω και στις καρέκλες του άλλοι καιροί, έδιναν
στίγμα, οστά και πρόσωπο αποκτούσαν, ρούχο ― απόμακροι καιροί,
σαν κοιμητήρια υγρά, που ’ναι βαθιά στη λήθη χωνεμένα.
Στα χνώτα των τζαμιών του σχεδίαζε το νυν η εφηβεία
και άναβε με του δικού της πόνου το κερί ένα τσιγάρο
ενώ στην άπνοια της νύχτας αργά αργά ο καπνός
ταξίδευε κατά το μέλλον το μήνυμα.
… Στην ησυχία κάποτε
θόρυβοι από γυαλιά που έσπαζαν
τη νύχτα κομματιάζοντας –δεν ξεχώριζες το σκοτάδι
απ’ το αίμα– ή και φωνές, ζητωκραυγές που έρχονταν
και έφευγαν, που ξανάρχονταν και αναιρούνταν.
Ρώτησα, ποιος είν’ εκείνος που δωροδοκεί;
Και η μνήμη, Κυνέγειρος, πάσχιζε να συγκρατήσει
κάποιες στιγμές και λάμψεις.
……………………………………………….
Σε λίγο, μια νέα θα ανθίσει μέρα
η πρωινή κυκλοφορία θα βουΐσει
θα βάλει τα καλά της η καθημερινότητα.
Εγώ, με μισόσβηστα τ’ άυπνα μάτια μου
θα εξακολουθώ να ωθούμαι προς μια νέα διέξοδο.
Η καρδιά μου στο σώμα μου θα πάλλει
ποίημα επίμονο
μέσα σ’ ένα κλονιζόμενο, παλιό λεωφορείο.

*

ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΓΙΟΡΤΗ

ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΓΙΟΡΤΗ τής Θλίψης ― κάτι σαν
απόηχος εμφύλιας ιαχής βγαλμένης
από τα σωθικά τού γαλάζιου
μια Στιγμή-ενοχή
κι έπεφτε (φύλλο ή λαιμητόμος)
ενώ το ρολόι τής πλατείας γινόταν πάλι
το ματωμένο μάτι ενός κύκλωπα
και καρφωνόταν επίμονα στο χτες.
Γρανάζια που καρατομούσαν
γρίλιες που σφάλιζαν έντρομα
και μόλις που προλάβαινες ν’ αφουγκραστείς
στο σβήσιμό της
του τραγουδιστή μια τελευταία ευχή.
Παράμερα, μία γριά,
που λες αποξεχάστηκε ’κει στο κατώφλι της σκυφτή,
τ’ ασύνταχτα γεωγραφικά πλάτη ερευνώντας
στου φλιτζανιού της τα τοιχώματα.
Βολιδοσκοπούσε το άπειρο. Τα μάτια της κατακόκκινα
απ’ την αφαίμαξη των άστρων
και του μέλλοντος.
Πού και πού ενόμιζε άκουγε ψιθύρους:
― Το άλλο βράδυ θα ’ρθουνε ξανά με τα σιδερικά τους.
― Εμείς, θα καρτεράμε στη γωνία.
― Θα μας συνδράμουν, ο κουλός συνταγματάρχης
ανιχνεύοντας το χάρτη, ο τυφλός επαίτης
παίζοντας ακορντεόν. Και τούτο το βεγγαλικό.
……………………………………………………………………………………..
― Αν μας χτυπήσουνε την πόρτα…
― Πιάνεις τα δυτικά. Τ’ ανατολικά εσύ, κι εγώ το μέλλον.

*”Δύο κύκλοι ποιημάτων (1972-1984), 1984”.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s