Οι μικρές φωλιές γέμισαν
τις λεύκες με φωνούλες
οι δρόμοι ανοίγονται
μπροστά μας σαν γενναία ψεύδη
/τίποτε άλλο μη ζητήσεις
μια βακτηρία που βγήκε
από της γης το χωνευτήρι
να σε στηρίζει
και κλείσε τα μάτια γερά
το απομεσήμερο∙
/μπροστά στη λεκάνη
τρίβει με το μαχαίρι
μία στοίβα πατάτες
τα πόδια της ζαρωμένα και αδύνατα
τ’ άφησε ο καύσωνας
και φέτος∙ όπως έκλεινε τα μάτια
να παραστήσει το λόγο
κόπηκε στη χούφτα∙
όλο χώμα και αίμα στη λεκάνη
πλήγωσε το γεύμα μας
η φευγαλέα σκέψη
της μάνας
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.
– Έβλεπε τον άνδρα της δυό – τρεις μέρες τον χρόνο κι ύστερα κάμποσα χρόνια συνέχεια δεν είχε μήτε είδηση για δαυτον. Μα κι όταν τον έβλεπε, όταν ζούσαν μαζί, τι σόι ζωή ήταν εκείνη η δική της ; Υπέφερε ταπεινώσεις ακόμα και ξυλοδαρμούς΄
έβλεπε χάδια που της τα δίνανε μονάχα από συγκατάβαση΄ ήταν ένα παράταιρο πλάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς τους άγαμους ιππότες, που το παράταιρο Ζαπορόζιε έριχνε πάνω τους τη σκοτεινή σκιά του. Τα νιάτα της περάσανε σαν αστραπή, χωρίς καμιά απόλαυση, και τα πανέμορφα δροσερά της μάγουλα και τ’ αψεγάδιαστα στήθη της μαράθηκαν και γέμισαν ζάρες.
Όλη η αγάπη , όλο το αίσθημα, όλη η τρυφεράδα και το πάθος που έχει μιά γυναίκα, όλα μεταβλήθηκαν μέσα της σε μητρική στοργή. –
Από το – Ταράς Μπούλμπα –
του Νικολάι Γκόγκολ
Έβλεπε τον άνδρα της δυό – τρεις μέρες τον χρόνο κι ύστερα κάμποσα χρόνια συνέχεια δεν είχε μήτε είδηση για δαυτον. Μα κι όταν τον έβλεπε, όταν ζούσαν μαζί, τι σόι ζωή ήταν εκείνη η δική της ; Υπέφερε ταπεινώσεις ακόμα και ξυλοδαρμούς΄
έβλεπε χάδια που της τα δίνανε μονάχα από συγκατάβαση΄ ήταν ένα παράταιρο πλάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς τους άγαμους ιππότες, που το παράφορο Ζαπορόζιε έριχνε πάνω τους τη σκοτεινή σκιά του. Τα νιάτα της περάσανε σαν αστραπή, χωρίς καμιά απόλαυση, και τα πανέμορφα δροσερά της μάγουλα και τ’ αψεγάδιαστα στήθη της μαράθηκαν και γέμισαν ζάρες.
Όλη η αγάπη , όλο το αίσθημα, όλη η τρυφεράδα και το πάθος που έχει μιά γυναίκα, όλα μεταβλήθηκαν μέσα της σε μητρική στοργή. –
Από το – Ταράς Μπούλμπα –
του Νικολάι Γκόγκολ