Πάνω σε κόκκινα τριαντάφυλλα πέφτει η βροχή
κι οι σταγόνες είναι μεγάλες – πέφτουν συχνά
Για να σώσω τα λουλούδια βγάζω τα πέταλα
τα τοποθετώ με πολλή φροντίδα στις τσέπες μου
και με το ‘να μου χέρι σφίγγω δυνατά τ’ αγκαθωτά
κοτσάνια
με το άλλο θωπεύω τ’ αγκάθια γιατί σχίζου το δέρμα.
Το χέρι καλά πληγωμένο σου τείνω.
Δεν το κοιτάς προφασίζεσαι πως βρίσκεσαι μακριά.
Αποσύρω το χέρι.
Το κρύβω στην τσέπη,
όξω παντού είναι λάσπη
κι ο κόσμος γελάει θωρώντας τα μαδημένα κοτσάνια.
Δεν ξέρει πως πάνω στα πέταλα τώρα στάζει αίμα.
Ω, ό,τι κι αν κάνω γίνεται λάσπη.
*Από τη συλλογή “Οδός Νικήτα Ράντου”, εκδ. Ίκαρος 1977.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.