Aldo Pellegrini*
Η ποίηση έχει μια πόρτα ερμητικά κλειστή στους ανόητους, αλλά ορθάνοιχτη για τους αθώους. Δεν είναι μια πόρτα κλειδωμένη με κλειδαριά, αλλά η δομή της είναι τέτοια που, όσα και αν κάνουν οι ανόητοι, δεν μπορούν να την ανοίξουν, ενώ υποχωρούν στη μοναδική παρουσία των αθώων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αντίθετο στην ηλιθιότητα από την αθωότητα. Το χαρακτηριστικό του ηλίθιου είναι η συστηματική του φιλοδοξία για ένα ορισμένο ποσοστό εξουσίας. Ο αθώος, από την άλλη, αρνείται να ασκήσει την εξουσία γιατί τα έχει όλα.
Φυσικά, ο λαός είναι ο εν δυνάμει κάτοχος της υπέρτατης ποιητικής στάσης: της αθωότητας. Και στο λαό ανήκουν αυτοί που νιώθουν ως πόνο τον εξαναγκασμό της εξουσίας. Ο αθώος, συνειδητά ή όχι, κινείται σε έναν κόσμο αξιών (αγάπη, πρώτα απ’ όλα), ο ανόητος κινείται σε έναν κόσμο στον οποίο η μόνη αξία δίνεται από την άσκηση εξουσίας.
Οι ηλίθιοι αναζητούν την εξουσία με οποιαδήποτε τρόπο: πρώτα με το χρήμα, και με ολόκληρη τη δομή του κράτους, από την εξουσία των κυβερνώντων έως τη μικροσκοπική, αλλά διαβρωτική και απαίσια εξουσία των γραφειοκρατών, από την εξουσία της εκκλησίας μέχρι την εξουσία των δημοσιογράφων, από τη δύναμη των τραπεζιτών στη δύναμη που δίνουν οι νόμοι. Όλο αυτό το άθροισμα δύναμης οργανώνεται ενάντια στην ποίηση.
Καθώς ποίηση σημαίνει ελευθερία, σημαίνει και διεκδίκηση του αυθεντικού ανθρώπου, του ανθρώπου που προσπαθεί να αποδώσει τον εαυτό του, όλο αυτό έχει αναμφίβολα κάποιο κύρος στους ανόητους. Είναι αυτός ο ψεύτικος, τεχνητός κόσμος που χτίζουν οι ανόητοι με είδη πολυτελείας: κουρτίνες, μπιμπελό, κοσμήματα και κάτι σαν ποίηση. Σε αυτή την ποίηση που χρησιμοποιούν, η λέξη και η εικόνα γίνονται διακοσμητικά στοιχεία, και έτσι καταστρέφεται η δύναμη πυράκτωσής τους. Έτσι δημιουργείται η λεγόμενη «επίσημη ποίηση», η εφήμερη ποίηση, η ποίηση του κούφιου ήχου.
Η ποίηση δεν είναι παρά αυτή η βίαιη ανάγκη να επιβεβαιώσεις, είναι το είναι σου που οδηγεί τον άνθρωπο. Αντιτίθεται στη θέληση του να μην είσαι σε αυτούς που εμπνέουν τα εγχώρια πλήθη και αντιτίθεται στην επιθυμία του να είσαι σε αυτούς που ασκούν εξουσία.
Οι ηλίθιοι ζουν σε έναν τεχνητό και ψεύτικο κόσμο: βασισμένοι στην εξουσία που μπορεί να ασκηθεί στους άλλους, αρνούνται την αποφασιστική πραγματικότητα του ανθρώπου, την οποία αντικαθιστούν με κούφια σχέδια. Ο κόσμος της εξουσίας είναι ένας κόσμος χωρίς νόημα, εκτός πραγματικότητας. Ο ποιητής αναζητά στη λέξη όχι έναν τρόπο να εκφραστεί αλλά έναν τρόπο να συμμετέχει στην ίδια την πραγματικότητα. Στρέφεται στη λέξη, αλλά αναζητά μέσα της την αρχική της αξία, τη μαγεία της στιγμής της δημιουργίας του ρήματος, μια εποχή που δεν υπήρχε κανένα σημάδι, αλλά μέρος της ίδιας της πραγματικότητας. Ο ποιητής -για να χρησιμοποιήσουμε το ρήμα- δεν εκφράζει την πραγματικότητα, συμμετέχει σε αυτήν.
Η πόρτα της ποίησης δεν έχει κλειδί ή κλειδαριά: την υπερασπίζεται η ποιότητα της πυράκτωσής της. Μόνο οι αθώοι, που έχουν τη συνήθεια να εξαγνίζουν τη φωτιά, που έχουν φλεγόμενα δάχτυλα, μπορούν να ανοίξουν αυτή την πόρτα και μέσα από αυτήν να διεισδύσουν στην πραγματικότητα.
Η ποίηση σκοπεύει να εκπληρώσει το καθήκον του να κάνει αυτόν τον κόσμο ακατοίκητο για ανόητους.
*Δημοσιεύτηκε στο “Poetry Magazine No. 9, August 1961”. Μετάφραση: Δημήτρης Τρωαδίτης.
**Ο Aldo Pellegrini (Rosary 1903 – Santa Fe 1973) ήταν Αργεντινός ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικός τέχνης. Δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση του πρώτου σουρεαλιστικού μανιφέστου του André Breton το 1924, ο Pellegrini ίδρυσε στο Μπουένος Άιρες μαζί με τον Marino Cassano, τον Elias Peterbarg και τον David Sussman, την πρώτη σουρεαλιστική ομάδα από την Αργεντινή και τη Νότια Αμερική, η οποία ήταν η υπεύθυνη της έκδοσης δύο τευχών του περιοδικού “Que” το 1928.
Το υπέροχο κείμενο που μεταφράσατε, μου θύμισε, με κάποιον τρόπο, το πολύ γνωστό ποίημα του Παυλόπουλου.
Τά Ἀντικλείδια
Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς νά βλέπουν
τίποτα καί προσπερνοῦνε. Ὅμως μερικοί
κάτι βλέπουν, τό μάτι τους ἁρπάζει κάτι
καί μαγεμένοι πηγαίνουνε νά μποῦν.
Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μά κανείς
δέν τούς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιά τό κλειδί.
Κανείς δέν ξέρει ποιός τό ἔχει. Ἀκόμη
καί τή ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια
γυρεύοντας τό μυστικό νά τήν ἀνοίξουν.
Φτιάχνουν ἀντικλείδια. Προσπαθοῦν.
Ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει πιά. Δέν ἄνοιξε ποτέ
γιά ὅσους μπόρεσαν νά ἰδοῦν στό βάθος.
Ἴσως τά ποιήματα πού γράφτηκαν
ἀπό τότε πού ὑπάρχει ὁ κόσμος
εἶναι μιά ἀτέλειωτη ἀρμαθιά ἀντικλείδια
γιά ν’ ἀνοίξουμε τήν πόρτα τῆς Ποίησης.
Μά ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (Τά Ἀντικλείδια, 1988)