Ο ΡΗΤΟΡΑΣ
Ήσουν ωραίος σαν πνιγμένος Έλληνας.
Το γέλιο σου ως το λαρύγγι, ανέβαινε.
Ήταν πως θα σε σφίξει στην καρδιά
Σαν μέγκενη ή σαν κρασί.
Μα εσύ τσουγκρίζεις το ποτήρι σου,
Χορός τα χώρατά σου, κι αγορεύεις.
Λες, ο ιδρώτας του προσώπου μου,
κι οργώνεις το ψαρό μουστάκι σου.
Ήσουν ωραίος’ σαν πληγωμένο σπαρτό.
Στα μάτια σου δυο ζώα αλάφιαζαν,
τομάρια, κι όλο γάβγιζαν
την οικουμένη.
Ήσουν αγέρωχος μόνο στο ποίημα.
Στιχάκι αοιδών όπου μας πλάνεψαν.
Όταν μας σφύραες απ’ το βουνό,
ήταν για να βουτάς στην τρύπια τσέπη
την παλάμη,
να πιάνεις τον παράδεισο.
Φλογέρα που σε πρόδωσε
-και δεν συγχώρεσες.
Τσιγαριλίκια, αέρα στρίβεις
για να κλωθογυρίζουν
κι οι μύγες του χωριού.
*
ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ
[Στης σημαίας τον πάτο ένας άντρας.
Σκυφτός και σκεφτικός, φουμάρει.
Σηκώνει το κεφάλι-σε κοιτάζει-σκύβει πάλι, και φουμάρει.]
Μάρμαρο, στίχο μελετώ
και το κορμί μου ολο πάει
με τον νέο
ρυθμό να κάμψει.
Ολόστροφος
την ομορφιά ορίζω’ θα ‘χει χαλάσει
το αντηχείο του μυαλού.
Στην άσπρη φρεναπάτη των κινδυνευτών,
τα σίδερα της ηλικίας μου φρένιασαν,
θα πάρω μιαν ανηφόρα, θα πάρω μονοπάτια,
Και ποιος γαμήλιος χορός.
Δοσοληψία αφηνιάζει
-δουλεμπορία των Ουρανών-
Ποιο χαλινάρι.
Στα γόνατά της πέφτοντας,
να βρω τα σκαλοπάτια που πάν’ στη Λευτεριά,
γλίστρισα σε ναρκοπέδιο αισθήματος.
Τραγούδι ολάνοιχτο, βορά παθών.
Άκου πώς σκάβουν
τα μέσα [Αντιγόνη]
Κι αυτή η ανηφοριά
ας ήταν
του χρόνου η παγωνιά.
Μια πιρουέτα.
*Από τη συλλογή “Χορευτές”, εκδ. Κέδρος, 2014.
Reblogged this on Manolis.