Έλενα Πολυγένη, Τρία ποιήματα

ΑΝΑΓΛΥΦΗ

Ήταν άγαλμα. Σε ένα γιάλινο πλέγμα ένιωθε χέρια γνώριμα να ταράσσουν τους σφυγμούς της. Ήταν άγαλμα και γυρνούσε κοντά τους, σε ένα άκαμπτο σπίτι, ο πατέρας, η μητέρα και κάποιος άντρας νέος, αδελφός μάλλον. Γερός και σωματώδης, με ευκίνητα χέρια. Όταν του σέρβιρε το μεσημεριανό, εκείνος συνήθιζε να σφίγγει τα δάχτυλά της πάνω στο πιάτο. Ακουγόταν το κρακ κρακ των μικρών οστών που περιβάλλονταν από ζωντανό δέρμα. Εύθραυστο δέρμα προσελάνης κι αυτό ραγισμένο. Κάτω από το στρωμένο τραπέζι η φωνή της ανάσαινε, παγιδευμένη στους μίσχους των λουλουδιών. Ο πόνος πίεζε τις χορδές του εγκεφάλου κι εκελίνες πάλλονταν μες στην ησυχία. Στάλες-στάλες οι σκιές, στόλιζαν τους τοίχους.

*

ΠΟΛΕΜΟΣ

Η τσάντα της ήταν γεμάτη πέτρες – κι όμως εκείνη την κουβαλούσε. Αν την άφηνε θα ερχόταν το τέλος, η κινητική της δύναμη θα μηδενιζόταν και όλοι θα γελούσαν εις βάρος της. Ο δρόμος ήταν στρωμένος χαλίκια και σκόνταφτε πάνω τους, το βάρος στους ώμους της κλυδωνιζόταν. Αν έπεφτε, μια βροχή από αστέρια θα την σκέπαζε και ήξερε ποιος τα ‘χε αφήσει να κρέμονται εκεί πάνω, αυτός ο εχθρός, που τάχα ήθελε το καλό της. Σα να μην ήξερε ότι στην πραγματικότητα ήταν οβίδες έτοιμες να εκραγούν. Σα να μην ήξερε ότι κάθε φορά που πέφτει ένα αστέρι, κάπου συμβαίνει μια έκρηξη.

*

ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΑ

Βρίσκεται μέσα στο χέρι του, φυλακισμένη. Περιπλανιέται στις κρύες γραμμές, χάνεται στις εσοχές των δακτύλων. Κανείς εκεί δε μιλάει ποτέ και το έδαφος είναι τραχύ και ανώμαλο, κι όταν ξεκινά ποτέ δε φτάνει στον προορισμό της. Εκείνος περηφανεύεται για τ΄ απροσδόκητα, ενώ η σκόνη τη γλιστρά και πέφτει απαλά, σαν χρυσαφένια βροχή, στα παπούτσια του.

*Από τη συλλογή “Ανάγλυφη”, εκδ. Ρώμη, 2021.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s