Λατρεύω τα ηλιοτρόπια του τρελού της Αρλ
στο μυαλό μου φέρνουν θλιμμένα τρυφερά παιδιά
που κάθε δεκαπενταύγουστο
γίνονται σκαντζόχοιροι
ω, σύννεφο
πέρασε τόσος καιρός
είναι σαν μπαίνω σε μια θάλασσα
και να μην τη βρίσκω ούτε πολύ ζεστή ούτε πολύ κρύα
δεν κρατώ την ανάμνηση σαν κάρβουνο που καίει
την κρατώ σαν άρπα με χορδές βροχής
κι όμως, μαύρο αηδόνι
εξακολουθώ να ψηλαφίζω την απόσταση
ανάμεσα στην ανάστερη αδιαφορία
και στην προσμονή
ω, σπηλιάδα και πεταλίδα και πεύκο
θα μπορούσαμε να κάνουμε καλοκαίρι
και χωρίς τα αλογάκια της Παναγίας
κάνουν τα στραβά μάτια σ’ αυτήν την έκπαγλη φρίκη
/παρά θιν αλός/
και προπαντός στην αμέτρητη απόσταση
ανάμεσα στον ουρανό και μια καρδιά
που σταμάτησε…
/στ’ ανοιχτά των Οινουσσών
μια πλαστική βάρκα
αναποδογυρίζει/