Ι
Κι έρχονται οι άξεστοι βουνίσιοι άνεμοι
ντυμένοι τα βαριά αρώματα της ρίγανης και του ελάτου
έχοντας άλλος στο μανίκι άλλος στο γόνατο
την ασημένια λάμψη απ’ τ΄άγγιγμά του σε μια κρύα πηγή
ΙΙ
Α γέμιση του φεγγαριού και δέση των νερών’
κρένοντας η κρυότερη μορφή σα ρέει στη στέρνα
έναρθρο το ανάστημα τρέμει των καλαμιών.
ΙΙΙ
Κ’ οι νέρινες γυναίκες του συντριβανιού
ωψώνουνε το δροσερό κορμί τους ρίχνοντας
η μια στην άλλη λόγια δροσερά
σαν το κορμί τους, σαν την όψη τους.
*Από τη συλλογή “Μανθρασπέντα” (εκδ. Τραμ, 1977) στον συλλογικό τόμο ¨Οι μεταμορφώσεις του μηδενός”, εκδ. Bibliotheque, 2019.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.