ΑΘΗΝΑ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ*
Γράφει το λεξικό για την ερμηνεία της λέξης «σύμπραξη»: α) συνεργασία και επίτευξη κοινού στόχου, β) ένωση ανθρώπων υπό κοινές ιδέες, ιδεολογίες, σκοπούς, γ) συμμαχία. Και οι τρεις έννοιες ταιριάζουν στο συντροφικό ποιητικό εγχείρημα του Χρήστου Νιάρου και του Δημήτρη Τρωαδίτη, που ένωσαν σε ένα χαρμάνι, για την ακρίβεια σε ένα λιτό βιβλίο των εκδόσεων Στοχαστής, τις ποιητικές φωνές και ευαισθησίες τους. Ποιος είναι, εντέλει, ο κοινός τους στόχος; Και εναντίον τίνος συμμαχούν; Την απάντηση μάς τη δίνει η δεύτερη λέξη του τίτλου της συλλογής τους: «Σύμπραξη χρόνου», καθώς και το εξώφυλλο του βιβλίου, όπου φιγουράρουν οι δείκτες ενός αόρατου ρολογιού: μαύροι και κομψά διακοσμημένοι ο κοντός δείκτης (της ώρας), και ο λεπτοδείκτης (των λεπτών), κόκκινος, απέριττος και δραματικός ο δείκτης των δευτερολέπτων. Οι δυο ποιητές, λοιπόν, συμμαχούν ενάντια στον χρόνο, καθώς έτσι κι αλλιώς η τέχνη πάντα ενάντια στον χρόνο τίθεται, εξ ορισμού· στην ακινητοποίησή του στοχεύει, στην αθανασία. «Οι λεπτοδείκτες αμείλικτοι και η αγάπη άφαντη», γράφει ο Τρωαδίτης στο εισαγωγικό ποίημά του. Για «ειρωνεία του χρόνου» κάνει λόγο ο Νιάρος. Όμως δεν επαναπαύονται.
Οι δυο δημιουργοί έχουν διανύσει διαφορετικές διαδρομές: ο Τρωαδίτης έχει δημοσιεύσει αρκετές ποιητικές συλλογές, ο Νιάρος αποτολμά για πρώτη φορά να βγάλει ποιήματά του σε βιβλίο, αλλά κάθε άλλο παρά απουσιάζει από τον χώρο του λόγου, καθώς δημοσιεύει συχνά ποιήματα και πεζά σε εφημερίδες και στο διαδίκτυο, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε χώρες όπου το ελληνικό στοιχείο είναι ισχυρό: Γερμανία, Καναδά, Αυστραλία. Αλλά και ο τρόπος που γράφουν οι δυο «σύμμαχοι» είναι διαφορετικός: πιο ορμητικός, πιο εξωστρεφής/διαλογικός, πιο συνειρμικός ο Χρήστος Νιάρος, περισσότερο συγκρατημένος, πιο ερμητικός και πικρός στην εξομολόγησή του ο Δημήτρης Τρωαδίτης. Κι ωστόσο τους δυο ποιητές συνδέει κάτι κρίσιμο: η κοινή μοίρα του μετανάστη, καθώς εδώ και δεκαετίες είναι εγκατεστημένοι στη Μελβούρνη. Κι έτσι οι φωνές τους συντονίζονται, θα λέγαμε, στην κόψη δυο τόπων και δυο ημισφαιρίων (πατρίδας και Αυστραλίας), δυο χρόνων (των παιδικών αναμνήσεων από την Ελλάδα και του παρόντος στην ξένη χώρα), δυο καταστάσεων: πραγματικότητας και ονείρου, ρεαλισμού και πόθου για υπέρβαση της σκληρής καθημερινότητας. Ακροβατούν και οι δυο στους στίχους τους ανάμεσα στην αγάπη και τη μοναξιά, τον πόθο για επικοινωνία και τη διάψευση.
Έτσι, μολονότι ο Τρωαδίτης λέει αποφασιστικά:
Καλά κάναμε και φύγαμε
καλά κάναμε και μισέψαμε
[…]
δεν είχαμε τόπο να κουρνιάσουμε
δεν είχαμε καρδιά να νιώσουμε
καλά κάναμε και αποστατήσαμε
(«…Καλά κάναμε»)
συγχρόνως, και εξ αντιθέτου, συνεχίζει να αναπολεί το μητρικό παρελθόν και πάνω σε αυτή την κόψη πατρίδας και τόπου μετανάστευσης, παιδικότητας και ενηλικίωσης, ισορροπεί, εντέλει, επώδυνα ίσως μα και λυτρωτικά, μέσα από την ποιητική γραφή:
Τις νύχτες επιδιώκω
να πετάξω σ’ αναπολήσεις
σ’ εκείνο το πεύκο
που χάθηκε ένα πρωί
στην αυλή της εγκατάλειψης
[…]
να ισορροπήσω στον κοφτερό
τεθλασμένο ιστό της ζήσης μου.
(«Νυχτερινές προσδοκίες»)
«Η ένταση των ακροδαχτύλων», γράφει χαρακτηριστικά στο ποίημα «Καταλάγιασμα» (εννοώντας ασφαλώς τα ακροδάχτυλά του που γράφουν στίχους, στο χαρτί ή στον υπολογιστή) «συμβιβάζεται με την ξενιτιά μου / στη νυχτωδία αυτής της εξορίας / εξακολουθώ να ερωτεύομαι / τα ανείπωτα και τα ευτελή […] έξω από την ηχώ των ορίων μου». Τόπος διαφυγής λοιπόν η ποίηση, οδηγεί από την «εξορία» της «ξενιτιάς» έξω από τα όρια του τόπου και του χρόνου…
Ο Χρήστος Νιάρος, από τη μεριά του, συμπυκνώνει καίρια τον διχασμό ανάμεσα στα δυο ημισφαίρια, ανάμεσα στις δυο ζωές της ψυχής:
Λήθη και νοσταλγία
με βάλανε στη γωνία
δύο πατρίδες φιλοξενία,
μια καρδιά φιλοδοξία.
(«Έμμετρα»)
Και μολονότι συμπεραίνει ότι «δεν κόβεται και ο άρτος ο επιούσιος / στις εξορίες και στις μοναξιές», επιμένει να παλεύει ενάντια στη λήθη, μερικές φορές ακόμη και με μια έξαρση ενθουσιασμού, όπως στο εναρκτήριο ποίημα του βιβλίου:
ταξιδέψανε οι αναμνήσεις
με ταχύτητα επισκεπτηρίου
δοξαστικών δευτερολέπτων
(«Εποχιακό σεντόνι ΙΙ»)
Mε έναν ακόμη τρόπο, όμως, πιο υπόγειο, βάζει ο Νιάρος δόσεις πατρίδας στην ξενιτεμένη ποίησή του: συνομιλώντας με σημαντικούς Έλληνες ποιητές. Έτσι, για παράδειγμα, γράφοντας για το «σαλπάρισμα ματιών και πανιών» ότι
πάντα ένα μαντίλι
θα σε κρατάει
για να μην πας στον πάτο
(«Ασυνόδευτη βαλίτσα επιπλέει στο νερό»)
μας θυμίζει την ξενιτεμένη «Ξανθούλα» του Διονύσιου Σολωμού. Γράφοντας εμφατικά «δεν έχω άλλο χρόνο» θυμίζει ένα από τα τελευταία ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, την «Έλλειψη χρόνου» («Δεν έχω – λέει – καιρό. Δεν έχω καιρό»). Γράφοντας
ονόματα και πράγματα
ανακατεύτηκαν
[…]
ξεφτίζονται τα ονόματα και τα πράγματα
όταν δεν φρεσκάρονται οι σιγουριές τους
(«Χώματα και πράγματα με το μικρό τους όνομα σε βάφουν»)
απηχεί τόσο τον όψιμο Ρίτσο («Τα ονόματα δεν εφαρμόζουν πια πάνω στα πράγματα») όσο και τον Ελύτη των Ελεγείων της Οξώπετρας. («Δεν / Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους»).
Κι ωστόσο με την ποίησή του – γιατί αυτό πάντα κάνει η ποίηση – ο Νιάρος παλεύει να βρει τα ονόματα, τις λέξεις τις σωστές, που θα εφαρμόσουν πάνω στα πράγματα, και θα μας κάνουν έτσι να ηχήσουμε αυθεντικοί εις πείσμα των δύσκολων καιρών. Οι καιροί στον Νιάρο δεν είναι δύσκολοι μόνο λόγω της ξενιτιάς, της μοναξιάς, των διαψεύσεων του έρωτα και της κοινωνικής υποκρισίας, αλλά και λόγω της κρίσης που έχει φέρει στην ανθρώπινη επικοινωνία το διαδίκτυο, στον αχανή χώρο του οποίου οι άνθρωποι μοιάζει να επικοινωνούν περισσότερο απο ποτέ, αλλά συγχρόνως και λιγότερο από ποτέ – κάτι από την ουσία έχει χαθει, μαζι με την επαφή της ζωντανής σάρκας… Είναι πραγματική μνήμη, αναρωτιέται ο ποιητής, οι φωτογραφίες μέσα στα κινητά μας τηλέφωνα; Η μνήμη των μηχανών ταυτίζεται με την ανθρώπινη μνήμη;
όλα τρέχουν γρήγορα
στις εικόνες
που κρατάς
τις αποθηκευμένες στη μνήυμη του κινητού
(«Εικόνα»)
Είναι οι καθιερωμένες τελετουργίες του Facebook ουσιαστική επαφή;
Λυπημένες Λαμπρές
τα likes και τα loves σου
[…]
οι ληγμένες λήψεις τους
λαμβανονται λειψά.
(«Κάποια λάμδα στο laptop»)
Θα κλείσω τα παραδείγματά μου με το ποίημα του Νιάρου «Ζωές απλές», όπου όπως προχωράμε από τον πρώτο στίχο προς τον τελευταίο οι λέξεις και οι συλλαβές μειώνονται, για να καταλήξουν στο κοφτό, τυπικό «γειά» του τελευταίου στίχου – πολύ δραστικός τρόπος για να δηλωθεί, ακόμη και τυπογραφικά η συρρίκνωση της ανθρώπινης επαφής, που με την πρόφαση ενός σημειώματος στο messenger κρύβει τη φτώχια της, την απουσία ουσιαστικής διάδρασης με τον άλλον:
ΖΩΕΣ ΑΠΛΕΣ
Συναντηθήκαμε στην είσοδο πολυκαταστήματος,
είσαι δεν είσαι, τι κάνεις, δεν άλλαξες,
χάρηκα που τα είπαμε,
σε ποια σελίδα θα σε βρω,
τα λέμε στο messenger,
καλό υπόλοιπο,
να μου γράφεις,
χαθήκαμε,
γεια.
Ενώ όμως υπάρχει προβληματισμός, συνειδητοποίηση, θλίψη για τα τρωτά του υπερσύγχρονου κόσμου μας, παραίτηση δεν υπάρχει στο βιβλίο Σύμπραξη χρόνου. Η ίδια η «σύμπραξη» των δυο ομοτέχνων είναι μια δύναμη, ένα αίτημα, που μένει στον αναγνώστη να το εισπράξει και να το μετατρέψει σε νίκη επικοινωνίας, ολοκληρώνοντας τον προορισμό του ποιητικού λόγου. «Αυτοσχεδιάζω φάλτσα τα χρώματα / πέφτοντας στα δίχτυα του ηλιοβασιλέματος», γράφει ο Νιάρος. «Να φιλήσεις τα βλέφαρα της κόρης / για να λυθούν τα… μάγια», γράφει ο Τρωαδίτης. Ο λυρισμός, η ομορφιά της φύσης, η μαγεία, συγχωνεύονται στο βιβλίο τους με πινελιές ωμού ρεαλισμού, ειρωνείας και αυτοειρωνείας, ανοίγοντας μια μεγάλη βεντάλια ποιητικών τόνων, τρόπων και αισθημάτων. Ο χρόνος, για λίγο, ακινητεί μέσα στην ποικιλία των εικόνων τους· ο λεπτοδείκτης πετρώνει ανακουφιστικά.
*H Aθηνά Bογιατζόγλου γεννήθηκε στην Aθήνα το 1966. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Kρήτης και εκπόνησε το διδακτορικό της στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (1989-1993). Δίδαξε στις Φιλοσοφικές Σχολές της Kρήτης και της Πάτρας και το 2001 εξελέγη λέκτορας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Iωαννίνων όπου σήμερα υπηρετεί ως αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας. Για το συγγραφικό της έργο ανατρέξτε εδώ: https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=17270