Ι.
Είδα το φως που άγγιξε το πρόσωπο του κόσμου,
άγγιξε και το σώμα σου, στα πιο κρυφά του μέρη.
Κι έδειξε πόσο όμορφη είναι γύρω μας η πλάση,
σαν διαθλάται μέσα σου το φως για να περάσει.
Κρύσταλλο είσαι που έρανε με συμμετρία το χάος.
Ω, κόρη του μεσημεριού, στολίδι της Αθήνας,
κόσμημα χειροποίητο από εραστών τη θέρμη.
Χρωστά το φως σε σένανε τη διαλεχτή του αίγλη.
Σταγόνα ύδωρ διάφανη στο κέντρο της αβύσσου.
Πυξίδα ανοξείδωτη στου νου την καταιγίδα.
Ξέσκισε με το βάδην σου το λίγο αυτού του κόσμου.
Ζύγισε με την πύελο το δίκαιο και το λάθος.
Σαν εκκρεμές αλάνθαστο, από όνειρα φτιαγμένο,
μέτρησε με το διάβα σου το πάθος και το μάθος.
Κι άνοιξε δρόμο γόνιμο για την φορά του είδους.
ΙΙ.
Τα στήθη σου ολάνθιστα. Η μέση δαχτυλίδι.
Τα χείλη σου φωτοειδής του σύμπαντος καμπύλη.
Οπίσθια φρούτα ζουμερά, βορά των αθανάτων.
Μάτια σαν μπόρα τροπική, μπρος στου ναού την πύλη.
Μηροί που κλείνουν μέσα τους του μέλλοντος την ύλη.
ΙΙΙ.
Φτερά θα βγάλει κάποτε το γένος των ανθρώπων.
Κι από τον πόθο τους για σε, καλύτεροι θα γίνουν.
Τζιτζίκια διάφανα, θα τραγουδούν ολημερίς τον έρωτα.
Κι όλοι κορίτσια θα γεννούν. Κι όλοι νωπά λουλούδια.
Των άστρων και των πλανητών επίκληρες Ατθίδες.
ΙV.
Και δεν θα πάψουνε τα μάτια μου να ιχνηλατούνε
ό,τι το φως το ίδιο δεν φοβάται να μας δείξει.
*Το πήραμε από εδώ: https://cizek.wordpress.com/
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.