Ήταν μεσημέρι κι έπαιζε ακόμη με το ποτάμι
ο ήλιος την έδενε από τα μαλλιά
και το ρόδινο νερό γύρω στα λαγόνια της.
Έβλεπα πως ήμουν το ποτάμι
αλλά γινόμουν άλογο κατεβαίνοντας αφρισμένο
και κείνη διχάλα στη γαλάζια ράχη μου
αντιστεκότανε μαζεύοντας τη δύναμή της
καθώς εμπαίναμε στους ίσκιους
κάτω από τις ιτιές.
Κι εγώ γελούσα
και μη γελάς μού έλεγε
μη γίνεσαι όνειρο, φοβάμαι
σε φοβάμαι.
Από τότε πολλές φορές άκουσα τη φωνή της
ξυπνώντας μέσα σ’ αυτό το φως
μαύρο σαν ένα μελίσσι
που μου έτρωγε τα μάτια.
*Από τη συλλογή “Το κατώγι”. Εμείς το πήραμε από το συλλογικό τόμο “Γιώργης Παυλόπουλος – Ποιήματα 1943-2008”, Εκδόσεις Κίχλη, Ιούνιος 2017.