Λύπη ξελογιάστρα
χαριεντίζεσαι με τη γλώσσα μου
μέρα μεσημέρι
επειδή τούτο το περιστέρι των βράχων
έπεσε ακέφαλο στο δρόμο μου∙
αμφιβραχέως ηλιοφώτιστα
στιχάκια
βάδην ή τροχάδην
πέφτουν ηττημένα
χωρίς ποίημα
κι όμως οι φιλοφρονήσεις/
οι φιλοφρονήσεις των γερακιών γεμίζουν
ανέλπιστα το κενό που αφήνεις
όταν φεύγεις
Ροή ψυχής ακατάσχετη δια του λόγου λαξεύει, ζωγραφίζει, απόκριση εκπέμπει. Απόκριση που, έστω και μέσα από γερακιών ανέλπιστες φιλοφρονήσεις, ελπίζει, αισιοδοξεί, και, ακριβώς, επειδή οι φιλοφρονήσεις προέρχονται εξ ιεράκων αρπάγων – αγρίων΄ η ελπίδα, η αισιοδοξία μεγεθύνονται σε νίκη μεγάλη πραγματικής χαράς και όχι χαράς άχαρης, διαστροφικής, εκ της έξεως της αλγηδόνος έλξεως εκπορευομένης.