Εκεί, που το κύμα σπάει
και τα άσπρα θραύσματά του πετούν ανάλαφρα
-κάτι ανάμεσα σε νερό κι αέρα-
κι αφρός λευκός τελικά γίνονται
μα με τ’ αλάτι το θαλερό ζωσμένος
Εκεί, στο τοπίο τ’ αμμουδερό
που δείχνει να ‘ναι σε κίνηση αργή
απ‘ των κυμάτων τις ωθήσεις τις επίμονες
Εκεί, σαν πλοίο που το σύρανε
οι συντρόφοι τ’ Οδυσσέα
μετά από ταξίδι μακρινό
θα σταθώ
και θ ‘ αφήσω τα δάκρυα να στάξουν
ώσπου να σμίξουνε με τ’ αλμυρά νερά
Ό,τι έκανε κι ο Οδυσσέας δηλαδή
όταν έφτανε στο πουθενά