ΥΨΩΘΗΚΑΜΕ ΞΑΝΑ
Υψωθήκαμε ξανά.
Με τη ματιά του ήλιου σηκωθήκαμε
Από τον βράχο τον στερνό
Και με το φύσημα του ανέμου
μικρές φωτιές αγγίζουν βλέφαρα
μέσα σε διάφανο βλέμμα
Υψωθήκαμε ξανά.
Για να μαλακώσουν τα χείλη,
να ποτιστούνε έρωτα∙
αυτός τώρα,
προσωρινός ζωοδότης
*
ΤΗ ΒΡΟΧΕΡΗ ΕΚΕΙΝΗ ΝΥΧΤΑ
Τη νύχτα που έβρεχε ασταμάτητα,
βυθιζόταν στα νερά κι ανέβαινε μια ανηφόρα,
αντίθετα στα ποτάμια που σχημάτιζε η μαινόμενη βροχή
μέχρι που έφτασε, με κοφτή υγρή αναπνοή
στην πόρτα που δέχτηκε τον νυχτερινό επισκέπτη.
Στα χέρια που αφέθηκε να τον απαλλάξουν
από τα μουσκεμένα ρούχα,
σε μια φωνή που ζέσταινε το υγρό του πρόσωπο,
ακαριαία αφή δαχτύλων στα βρόχινα μαλλιά.
Τη νύχτα που παρέδωσε τη λειψή του φωτιά
στην αγκαλιά του νερού και της στοργής της.
Στη λάμψη των ματιών της,
αποκοιμήθηκε στο πάτωμα των συννέφων