Φορτωθήκαμε κατά την άλλη την αυγή
τα άψεκτα του πολέμου βάθρα.
Μας καλωσόριζαν τα μελαγχολικά κιόσκια
του πεδινού ήλιου
με τ’ ασκιά φουσκωμένα να κρατάν γερά
της ανεμοθάλασσας την αύρα.
Και μεις παγαίναμε το τραγούδι μας
Κατάμεσα στο λιοπύρι!…
Κάποιος φώναξε:
“Ας γυρίσουμε ν΄ αντλήσουμε νερό,
να θυμηθούμε, πως θα διψάσει
εκεί που τ’ ανεβάζουμε!…
Ας ακουμπήσουμε και τούτο το φορτίο
Σ’ ένα αστέρι!…
Η αυγή δεν τελειώνει ποτέ
στο δικό μας ουρανό!…
Κάποιαν άλλη ας προσμένουμε νά ‘ρθει
στο ωραίο μακρυνό μας ταξίδι”.
Όλοι φωνάξαμε,
Μα δεν ακούστηκε κανενός η φωνή.
Όλες, σαν μια υπόκωφη ρεματιάς αντιλαλιά,
μέχρι να φαινόταν η άλλη αυγή.
Καταλάβαμε πως είχαμε φορτωμένο
Κι από εναν κρυφό Αυγερινό…
*“Επί γης ειρήνη”, έκδοση “Δίπτυχο”, Αθήνα 1983.
Reblogged this on Manolis.