Ὁ Βασιλιάς Δαυίδ εἶχε ἕνα δακτυλίδι πού ἔγραφε:
«Ὅλα θά περάσουν». Στό ἑβραϊκό παζάρι
δέν τ’ ἀγόραζε κανείς, ἀπελπισμένος τ’ ἀντάλλαξε
μέ σκουριασμένο στέμμα. Βγῆκε στούς δρόμους
τῆς Ἱερουσαλήμ τρικλίζοντας, πλῆθος τόν ἀκολουθοῦσαν
ἄτιμοι οἱ πονηροί Ἀβεσσαλώμ τραγουδώντας:
—Καιρός τοῦ σπείρειν! Καιρός τοῦ θερίζειν!
Στήν παρέλαση τῶν βασιλιάδων στόν Κάτω Κόσμο
μαζὶ με τον Λεοντόκαρδο, τόν Αὔγουστο, τόν Πολώνιο,
τούς τέσσερεις ρηγάδες τῆς τράπουλας, δέν τόν περιγελοῦν.
Οἱ δίκαιοι παραγιοί, ὅταν περνᾶ ἀπ’ τά παντοπωλεῖα τοῦ Ἅδη,
μετανιωμένοι τόν ὑποδέχονται, τοῦ προσφέρουν
τό ψάρι τῆς χίμαιρας, τό τελευταῖο πικρό ψωμί:
—Μικρό τό Κέρδος! Μικρό τό Κέρδος!
*Από τη συλλογή «41ος Παράλληλος», εκδ. Στιγμή, 2012.
Reblogged this on Hellenic Canadian Literature.