Comme un flot d’oiseaux noirs ils dansaient dans la nuit
Et leur cœur était pur on ne voyait plus bien
Quels étaient les garçons quelles étaient les filles
Tous avaient leur fusil au dos
Se tenant par la main ils dansaient ils chantaient
Un air ancien nouveau un air de liberté
L’ombre en était illuminée elle flambait
L’ennemi s’était endormi
Et l’écho répétait leur amour de la vie
Et leur jeunesse était comme une plage immense
Où la mer vient offrir tous les baisers du monde
Peu d’entre eux avaient vu la mer
Pourtant bien vivre est un voyage sans frontières
Ils vivaient bien vivant entre eux et pour leurs frères
Leurs frères de partout ils en rêvaient tout haut
Et la montagne allait vers la plaine et la plage
Reproduisant leur rêve et leur folle conquête
La main allant aux mains comme source à la mer.
Για να μην είστε πια μόνοι
Σαν πλημμύρα μαύρων πουλιών χόρευαν μέσα στη νύχτα
Και η καρδιά τους ήταν αγνή, δεν μπορούσαμε να δούμε καλά
Ποια ήταν τα αγόρια ποια ήταν τα κορίτσια
Όλοι είχαν τα όπλα τους στην πλάτη
Πιασμένοι χέρι χέρι χόρευαν τραγουδούσαν
Ένας αρχέγονος νέος άνεμος, ένας άνεμος ελευθερίας
Η σκιά έλαμψε, φλογιζόταν
Ο εχθρός είχε αποκοιμηθεί
Και η ηχώ επαναλάμβανε την αγάπη τους για τη ζωή
Και η νιότη τους ήταν σαν μια τεράστια παραλία
Εκεί όπου η θάλασσα έρχεται για να προσφέρει όλα τα φιλιά του κόσμου
Λίγοι από αυτούς είχαν δει τη θάλασσα
Ωστόσο, το να ζεις καλά είναι ένα ταξίδι χωρίς σύνορα
Ζούσαν ζωντανά μεταξύ τους και για τα αδέρφια τους
Τα αδέρφια τους παντού τους ονειρεύονταν εκεί ψηλά
Και το βουνό πήγαινε προς τον κάμπο και την παραλία
Αναπαράγοντας το όνειρό τους και την τρελή τους κατάκτηση
Το χέρι που πηγαίνει στα χέρια σαν πηγή στη θάλασσα.
*Μετάφραση: Αλεξάνδρα Βουτσίνου.
**Η φωτογραφία της ανάρτησης πάρθηκε από εδώ: https://commentairecompose.fr/la-courbe-de-tes-yeux-eluard/
Reblogged this on Manolis.
Εξαιρετικό ποίημα ενός μεγάλου πνευματικού και όχι μόνο ανθρώπου. Ρίχνεις μια ματιά στη σημερινή Γαλλία και σε πιάνει θλίψη στην κυριολεξία.