Τη νύχτα, αργά, όταν κοιμούνται οι ώρες
γκρεμίζονται απ’ τη σκεπή
αποξηραμένα κομμάτια από το μέλλον.
Γεμίζει ο δρόμος
λέξεις άδειες
και βλέμματα πεθαμένα.
Όλο το βιός ενός κατακτητή των λέξεων
σ’ ένα πεζοδρόμιο του Παγκρατίου,
το φορτώνει ο παλιατζής ασθμαίνοντας
πάνω στο παλιό φορτηγό του.
Βογκούν οι λέξεις του Ποιητή
καθώς σωριάζονται πάνω στην καρότσα·
το αίμα τους κατακόκκινο
λεκιάζει στο δρόμο.
Οι κληρονόμοι
απαλλαγμένοι από το βάρος,
διαπραγματεύονται τα τετραγωνικά της κληρονομίας
καθώς οι μπογιατζήδες
σβήνουν τις ανάσες του δημιουργού
πάνω στους τοίχους.
Είναι νωρίς για συζητήσεις
γύρω απ’ το κέρδος που θα αποφέρουν οι λέξεις.
Η ζωή συνεχίζει το δικό της παιχνίδι.
*Από την ανέκδοτη συλλογή “Σκιές στον κήπο…”.