Μαντώ Αραβαντινού, από τη “Γραφή, Α’”

σαφής είναι η μνήμη εκείνης της μέρας, ασαφής παραμένει η αίσθηση, εντελώς δεν την κατέχω. Κατέχω τον χώρο.
Ο χώρος είναι ο δικός μου, γνωστός χώρος, ελάχιστα ελεύθερος, το χρώμα στο τοίχο άσπρο σπασμένο, άσπρη ήταν νομίζω όλη η κάμαρα^ απόγευμα ήταν, αυτό το θυμάμαι, αποπνικτικό και ζεστό. Αγαπημένα πρόσωπα δύο, είχαν ζήσει δύο βδομάδες στο δικό μου γνωστό λευκό χώρο.
Στην ανάμνηση ο χώρος ευρύνεται ελευθερώνει την κίνηση, πλαταίνει σε μάκρος, απλώνεται, προδίδεται λίγο.
Τα υπόλοιπα χάνονται στο ασαφές και εναλλασσόμενο γύρισμα επιθυμίας, ζέστης πολλής, υγρασίας, αφής.
Επιθυμία είναι κυρίαρχη αίσθηση,
Υπάρχει ακόμα κλίμα ευεξίας^ μάλλον υπερδιέγερση ευεξίας και καλύπτει μόνο τον ένα, ενώ ο άλλος παραμένει στην άκρη του κύκλου, μόλις, αμυδρώς φωτιζόμενος, ωστόσο υπάρχων, κατ’ αυτό το ποσοστό της συμμετοχής συμμετέχων^ ίσως διαστάζων, σαφώς υπολειπόμενος του άλλου.
Στο κέντρο του δεύτερου κύκλου βρίσκω ξανά και του δύο, το ίδιο σκληρά φωτισμένους, σε ισοδύναμο πάθος, στην πιο πλήρη γνώση του σώματος που στο ρυθμό τους συμπλέκονται τέλεια.
Εν μέρει υποψιασμένοι, πιθανώς έκπληκτοι^ παραμένουν στο εκτυφλωτικά φωτισμένο κέντρο του κύκλου, αισθησιακοί και αναμένοντες.
Αυτό δεν θα αλλάξει^ είναι σαφής η ανάμνηση.
Η αίσθηση πάλι διαφεύγει της μνήμης. Σύντομα θα περάσω στο τρίτο και τέταρτο κύκλο.
Απαιτώ την ακριβή αίσθηση. Ξαναρχίζω.
Ζεστό απόγευμα, καλοκαίρι, επιθυμία, διακεκομμένη αφή, έρωτας. Στην επιστροφή της η μνήμη και τώρα αφήνει οξύτατο πόνο.
Κυριαρχώ της αισθήσεως. Μνήμη και γεγονός απολύτως ταυτίζονται. Εμπεριέχω τον άλλον.
Εγκλείω τον άλλον στην πλήρη παραδοχή του, η παραδοχή του καθορίζει την αίσθηση, η εκ των προτέρων ανεπιφύλακτη παραδοχή του, στην υποψία καθώς και στην άρνηση, στην προσφορά και κατάφαση. Παραδοχή, είπα και είμαι σαφής, όχι ταύτιση αγαπημένου, ιδιαιτέρως αγαπημένου προσώπου.
Συγκεκριμένου προσώπου του υπαρκτού/
Συγκεχυμένης, πιθανώς αβεβαίας, εν πολλοίς παραμορφωτικής μυθολογίας, όμως εκ των προτέρων παραδεδεγμένης και απολύτως χαριστικής
Εν τέλει αγαπημένης μυθολογίας.
Ιδιαιτέρως αγαπημένου προσώπου.
Αυτό καθορίζει την μνήμη, αυτό καθορίζει την αρχή, όχι το τέλος της ιστορίας.
Αυτός ήταν ο χώρος και οι άνθρωποι δύο, και ο λόγος ο μεταξύ τους υπαρκτός, ευρύς, αναγκαίος, όπως εγγράφεται σε έρωτα, με διάρκεια μεγάλη.
Και οι δύο εξ ίσου το νόμιζαν.
Ο τρίτος κύκλος κατέχει στην μνήμη μικρότερο χώρο. Τον χώρο ακριβώς μόνου και όρθιου ανθρώπου που ψάχνει κάτι στην μέση της κάμαρας.
Είπα μόνο ανθρώπου.
Η υποψία τομής που θα διχάσει τον κύκλο και την ανάμνηση, αποπέμπτεται αδίστακτα, δεν υπάρχει ακόμα κανένας ιδιαίτερος λόγος.
Εκτός απ’ το ειδικό βάρος στην αίσθηση, πουθενά δεν αισθάνομαι να υπάρχει εγκοπή, πλατειασμός ή έστω και χάσμα.
Το ειδικό βάρος στην αίσθηση ενοχλεί την αντίληψη των υπολοίπων πραγμάτων.
Επανέρχομαι στο τρίτο μικρότερο κύκλο, αποφασισμένη να εξακριβώσω τις ακριβείς του διαστάσεις. Εδώ κατέχω πλήρως την μνήμη και καθόλου την αίσθηση.
Ξαναβρίσκω το δικό μου γνωστό ελεύθερο χώρο, το άσπρο σπασμένο των τοίχων, τον άνδρα της κάμαρας γυμνό με πλούσια άσπρη περούκα.
Βλέπω τον τρίτο κύκλο μέσα από ένα γυάλινο μάτι.
Στο κύκλο υπάρχει δυλισμένος αέρας και δεν απέμεινε χώρος για ερωτηματικά, αμφιβολίες ή τύψεις.
Στον κύκλο δεν υπάρχει αέρα, υπάρχει όμως πεποίθηση και πλήρης βεβαιότης. Το γυμνό σώμα του άνδρα το καλύπτουν ωραία φτερά παγωνιού.
Ο χώρος ηυξήθη σε έκταση, εγώ όμως έχασα τις αληθινές του διαστάσεις.
Ο άνδρας κερδίζει σε απόσταση, ματαιοδοξία και έπαρση. Χάνει τα ακριβή μέτρα του κύκλου, καλύπτει όλο τον χώρο, ερωτά, απαντά, απαιτεί, εξηγεί, επανέρχεται στην προηγούμενη λέξη, κατακρίνει, διδάσκει, ειρωνεύεται, απομακρύνεται από το κέντρο της αίσθησης, απομονώνεται στο κέντρο του κύκλου.
Ο τρίτος κύκλος είναι όλος δικός μου. Στα υπόλοιπα ο ρυθμός καθόλου δεν άλλαξε· τα χέρια μόνο του άνδρα ξέχασαν την πρώτη τους κίνηση. Ξαναβρήκαν την κίνηση.
Γεγονός δεν υπάρχει. Το γεγονός αν υπάρχει δεν έχει εγγράψει στην μνήμη κανένα σημείο. Το γεγονός υπάρχει στην αίσθηση. Η αίσθηση είναι γεγονός. σ’ αυτήν βρίσκω πλήρη και ακριβή σηματογραφία.
Ο τρίτος κύκλος δεν διχοτομήθηκε.
Στο τρίτο κύκλο υπάρχει ευρύτατο άνοιγμα.
Περνώ ευκολότερα στον τέταρτο κύκλο.
Ο τέταρτος κύκλος κυριαρχείται από φόβο, από την απουσία του άλλου και την γεύση του φόβου. Το ένα του τμήμα καλύπτεται με πηχτή λευκή ασβεστώδη ουσία.
Το άλλο τμήμα του κύκλου ογκούται από θριαμβευτική μεγαλοστομία και ογκώδη παράνοια.
Το θριαμβεύον τμήμα του διχοτομημένου τέταρτου
Κύκλου έχει στο κέντρο ένα και μόνο πυρήνα.
Πυρήνα κυττάρου.
Κυττάρου διαφορετικού σε ουσία.
Παραδοσιακώς μόνον υπάρχοντος.
Κυττάρου ουσιαστικώς αντιπάλου.
Καταχρηστικώς παραδεδεγμένου.
Κυττάρου σφετεριστού εξουσίας.
Κυττάρου μη επιτρέποντος καμμιά άλλη πραγμάτωση πλην της αποκλειστικά ιδικής του.
Κυττάρου αποκλείοντος εκ των προτέρων στο διάλογο.
Κυττάρου επί αιώνες θρεμμένου με παρδαλές συρραφές υπεροχής και εξουσίας του μύθου.
Στην ανάμνηση μπλέχτηκε η γεύση η τωρινή η άλλοτε.
Ασαφώς διαγράφεται όλη η περιοχή του δικού μου χώρου.
Οι όγκοι διαλύθηκαν· πιθανώς δεν υπάρχουν .
Ο θόρυβος του ανεμιστήρα στη γωνιά του χαρτιού που ξεφεύγει, εντείνει την στιφή γεύση μετάλλου γύρω απ’ τα δόντια.

*“Γραφή, Α’”, Αθήνα 1962.

One response to “Μαντώ Αραβαντινού, από τη “Γραφή, Α’”

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s