Βασίλης Νικολόπουλος, Αυτοβιογραφία 

*Το ποίημα είναι μια παραλλαγή του Βασίλη Νικολόπουλου στο ποίημα του Lawrence Ferlinghetti, όπως το βρήκε στο To Koskino (https://tokoskino.me/2013/12/05/lawrence-ferlinghetti-%ce%b1%e1%bd%90%cf%84%ce%bf%ce%b2%ce%b9%ce%bf%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%af%ce%b1/), σε μετάφραση των Κώστα Γιαννόπουλου και Φώτη Αθέρα.

Ζω μια ήσυχη ζωή
κάτω απ’ τον χειμωνιάτικο πρωινό ήλιο
στην παλιά συνοικία,
με τα φουγάρα να καπνίζουν
και του εργάτη το χέρι να σκάβει τον γέρικο τοίχο
Ζω μια ήσυχη ζωή τώρα,
πίνοντας το κρασί του πατέρα μου τα βράδια,
απ’ του νεκρού του φίλου το αμπέλι,
που είχαν το ίδιο όνομα και τις ίδιες παλιές ιδέες
Το ρολόι του κόσμου χτυπούσε πάντα μεσάνυχτα
Τα πρώτα μου διαβάσματα
ήταν στίχοι Αμερικάνικων τραγουδιών
Δεν νιώθω και τόσο Έλληνας,
όσο οι μεγάλοι ποιητές της χώρας μου
κι ας παρέλασα, φέροντας κάποτε τη σημαία της,
από τύχη και με τον τρόπο μου,
στον κεντρικό δρόμο,
ακούγοντας αποθαρρυντικά να μου στέλνουν μηνύματα
οι περήφανοι ηλικιωμένοι πολίτες της
Με φέρανε απ’ τη μεγάλη πόλη στη μικρή
κι έτσι με γλύτωσαν απ’ τα χειρότερα
Αργότερα το είδα, κατεβαίνοντας ξανά στην Αθήνα
Τον πρώτο καιρό, συνήθως, τσαλαβουτάς στη μιζέρια
Την βγάζεις σε κάποιο παγκάκι στον πεζόδρομο,
δυο βήματα απ’ την εξώπορτα όπου νοικιάζεις,
πλάι στις ράγες του ηλεκτρικού,
με τους μπάτσους, περαστικοί, να ρωτάνε διάφορα
ή χάνεις τον προσανατολισμό σου
εκεί, γύρω στο Σύνταγμα
Ύστερα αρχίζεις να βυθίζεσαι
Σαν παιδί, θυμάμαι ν’ ανοίγω την πόρτα
και να το σκάω απ’ το σπίτι
Οι συνθήκες και η ώρα δεν είχαν ποτέ σημασία
Έβγαινα για να τραγουδήσω τα κάλαντα
και με τα λεφτά των γειτόνων αγόραζα δίσκους
Το μόνο ρολόι που είχα ποτέ
το κλέψανε οι καινούριοι μου φίλοι
όταν τους κάλεσα στο σπίτι για παιχνίδι
Συνήθιζα να κλέβω κονκάρδες συγκροτημάτων
και άλλα μικρά αντικείμενα για να διατηρήσω τη μνήμη,
για τα οποία δεν πιάστηκα ποτέ
Στην πρώτη μου χοροεσπερίδα
ζήτησα συγγνώμη απ’ το γκαρσόνι,
γιατί ξετύλιξα όλο το χαρτί τουαλέτας στο πάτωμα
και βάλθηκα σαν τρελός να χορεύω,
σέρνοντάς το με τα πόδια μου στην αίθουσα
Δεν πολέμησα σε κανέναν πόλεμο,
ωστόσο είδα φίλους μου να σκοτώνονται
και μικρά παιδιά να φεύγουν για πάντα
στους ξενώνες κάποιου ιδρύματος
και τους δικούς τους ν’ αγκαλιάζουν μαύρα σύννεφα
Μεγάλωσα πιστεύοντας στη μουσική
και εξομολογήθηκα στον πατέρα της μάνας μου,
σκυφτός εμπρός του,
ιερέας στις μαύρες λίστες της εξουσίας
Τραυμάτισα το μυαλό και το σώμα μου
πηδώντας από μάντρες και ορόφους οικοδομών,
στα μπετά ακόμη,
γλυτώνοντας νεότερους απ’ το δηλητήριο, όχι για πολύ,
πώς αλλιώς, παίρνοντάς το ο ίδιος
Ξεφύλλισα άσεμνα περιοδικά,
με τις σελίδες τους κολλημένες απ’ το σπέρμα συνομηλίκων
και διάβασα τη Γαμησομηχανή
και άλλες ιστορίες καθημερινής τρέλας
κρυμμένος στις βιβλιοθήκες ανήσυχων συγγενών
Αποκοιμήθηκα περιμένοντας
στο ιστορικό ταχυφαγείο της Παπαστράτου
κι αφού ευγενικά με επανέφεραν
βυθίστηκα σε σύντομο ύπνο
στα σκαλοπάτια μιας φιλόξενης στοάς
Τα μεθυσμένα βήματα των ανθρώπων ηχούσαν σαν όνειρο
Τώρα ζω μια ήσυχη ζωή
με μια γυναίκα που κάποτε την ερωτεύτηκα παράφορα
και τα παιδιά μας
Αποφεύγω, όσο γίνεται, τα λάθη
και διαβάζω τις αγγελίες αναζητώντας δουλειά,
ανακαλύπτοντας τι λείπει και τι περισσεύει στον άνθρωπο
Οι σκέψεις μου συνομιλούν ενίοτε με άλλες εποχές,
όπως συμβαίνει και με τούτο το ποίημα
Ο Φιλ Σπέκτορ οπλοφορούσε διαρκώς,
βουτηγμένος στην παράνοια,
απειλούσε τους μουσικούς και ό,τι θεωρούσε δικό του,
τον κόσμο όλο, τη γυναίκα του
μπουκάροντας στη ζωή τους,
μέχρι που έφτασε στον φόνο
Ο ντα Βίντσι αναζητούσε την ανύψωση του πνεύματος,
το ίδιο και ο Μπωντλέρ
Έχω πει ψέματα
για να πουλήσω ακριβά γερμανικά αυτοκίνητα
σε ανθρώπους που δεν τα είχαν ανάγκη
Σέρβιρα καθαρά ποτά
σ’ όλους τους μεθύστακες που σταθήκανε μπρος μου
Βούτηξα τα χέρια μου στο πετρέλαιο
και στα παράγωγά του
και έχασα το πρώτο μου φιλοδώρημα
επιστρέφοντας σπίτι με το ποδήλατο
Παρ’ όλα αυτά
δεν έχω υπάρξει πολύ φτωχός στη ζωή μου
Αμέλησα να κατεβώ στην πορεία,
όμως ποτέ δεν έπραξα αυτό που αντιμαχόμουν
Άκουσα μουσικούς και άλλους καλλιτέχνες
να μας προτρέπουν να καπνίσουμε κάνναβη,
σε φεστιβάλ της νεολαίας του Κομουνιστικού Κόμματος
κατά των ναρκωτικών και των εξαρτήσεων
Τρύπωσα φορώντας κουρέλια
σε μπαρ όπου σύχναζαν πλούσιοι και πούστηδες,
στο Κολωνάκι,
αλλά κανείς τους δεν μ’ έδιωξε
Γύρισα τη χώρα μ’ ένα αμάξι φορτωμένο ψευδαισθήσεις
Βρέθηκα σε νησιά και σε λίμνες παγωμένες
στα βόρεια
Είδα το άγαλμα του Κολόμβου, στη Ράμπλα, στη Βαρκελώνη
να δείχνει τι τελικά,
και ασυναίσθητα έφτυσα στα πόδια μου
Ασιάτισσες να μαλάζουν λευκά κορμιά
σε παραπήγματα στις παραλίες της Μαγιόρκα,
μια ανάσα απ’ τις εξοχικές κατοικίες των βασιλέων
Ήπια αλκοόλ
σε υπόγεια που μυρίζανε κάτουρο απ’ την είσοδο
Στάθηκα στα σύνορα της Αλβανίας
και δεν αφουγκράστηκα τίποτα ως αδιάφορος νεαρός
Ανέβαλα κι ακύρωσα ένα σωρό ταξίδια∙
στην Κρήτη, το Λονδίνο,
δεν πήρα την αυτοκινητάμαξα για τις Κάτω Χώρες
και στο Βερολίνο ταχυδρόμησα μόνο κάτι βιβλία φίλων
Κάποτε σιχάθηκα την Αθήνα
κι έτρεμα όσου να πάρω το δρόμο της επιστροφής
Τώρα δεν μπορώ να τη φτάσω
Στην Πάτρα κρύφτηκα σε μουντά διαμερίσματα
κι έφτασα στο λιμάνι για να βρω την οδό μου
Μετανάστες σερνόντουσαν στο οδόστρωμα
ανάμεσα στις ρόδες των φορτηγών
κι από πίσω μπουλούκια
και σειρήνες να ουρλιάζουν
και το καρναβάλι να συνεχίζεται σε κάθε πόλη
Έχω μπλέξει όχι μόνο με τη σιωπή,
αλλά και την ακινησία
Έχασα όλα μου τα λεφτά
γιατί αγάπησα τρελούς συντρόφους
κι ήθελα κάποτε να στήσω μια σκηνή και το ‘κανα∙
Παρέλειψα να φωτογραφηθώ με τον Ανεστόπουλο,
και τώρα αυτός έχει φύγει
Είδα τον Πουλικάκο,
τον Νίκο, που ακολούθησε κι αυτός το φευγιό
και τον Βασίλη Σπυρόπουλο,
να μη λεν να κατέβουν απ’ το καταραμένο σανίδι
τέσσερις ώρες μετά
Τον Τόλιο να βαριανασαίνει πίσω απ’ το ντραμ σετ
Πιτσιρικάδες,
να με παρασέρνουν σ’ ένα κατεστραμμένο τοπίο εαυτού
Άκουσα το πειραγμένο σαξόφωνο
και τη φωτιά να κυλά απ’ το ξύλινο πατάρι
Τώρα, ζω μια ήσυχη ζωή
Ο ήχος του ακορντεόν ακόμη με συγκινεί,
απ’ τα μεσοπέλαγα στους δρόμους της πόλης
Ο ακορντεονίστας χαμογελά, κοιτάζει ψηλά
κι εγώ ραίνω με στριμμένο καπνό το λευκό πρωινό
Το μικρό αγόρι
συγκεντρώνει τα κέρματα στο καπέλο του
Είπα, σε μια στιγμή έξαψης, πως
δεν έχω αρχή και τέλος, 
δεν έχω ηλικία
Πως είμαι το δέρμα που έξυσε την άσφαλτο
και μούσκεψε στη βροχή
Ο ξένος και το γεφύρι στο ποτάμι των ψυχών
Η τελευταία βόλτα στην κοιλάδα του θανάτου
και η αθέατη πλευρά
Ο κακόφημος δρόμος που εμπιστεύτηκες 
και τα μπουκάλια που κατέβηκαν τις κάβες να λυτρωθούν  
Είμαι ο πατέρας που έλειψε χωρίς να κάνει βήμα 
Η μάνα των λαθών που εξεγείρεται 
Τα κόκκινα μάτια που αποφεύγουν 
Θυμάμαι τον ταρίφα, να με ξερνά στην 28ηςΟκτωβρίου,
γιατί αισθάνθηκε να απειλείται,
στη στάση Πολυτεχνείο, γυρεύοντας Κυψέλη,
Δροσοπούλου, κάτω Πατήσια∙
με φέρανε απ’ τη μεγάλη πόλη στη μικρή,
για να γλιτώσω τα χειρότερα
Οδήγησα, έκτοτε, χιλιόμετρα σε ξεχαρβαλωμένους δρόμους
με ξεχαρβαλωμένα αυτοκίνητα
για να μην καταφέρω να πουλήσω και να πουληθώ
Δανείστηκα για να φάω και να ταΐσω
Κράτησα την καρδιά μου στη θέση της,
και τράβηξα για το δάσος και τη θάλασσα
και για μέρες ξεχάστηκα εκεί
Τώρα, ζω μια ήσυχη ζωή
Στο μπαρ δεν πολυπηγαίνω πια
Επισκέπτομαι τον φίλο μου,
που την Αφροδίτη του μου χάρισε
και στου δωματίου μου το φως τη βλέπω τώρα να ξεπροβάλει
μοιράζοντας γύρω έναν κόσμο
Φυσικά και μ’ έχουν εξαπατήσει,
αλλά τι θα ‘ταν η ζωή
αν δεν είχες βρεθεί έστω και μια φορά από κάτω;

12/3/2022

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s